Γεννημένος στο Μπουένος Άιρες το 1899, ο Μπόρχες μεγάλωσε περιτριγυρισμένος από βιβλία, σε μια οικογένεια με πλούσιο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο. Έζησε και σπούδασε για χρόνια στην Ευρώπη, όπου και επηρεάστηκε βαθιά από την Γαλλική και την Γερμανική λογοτεχνία, και επιστρέφοντας στην Αργεντινή το 1921 ξεκίνησε την πλούσια λογοτεχνική παραγωγή που αποτελούνταν από ποιήματα και δοκίμια, προτού καθιερωθεί με τις συλλογές διηγημάτων του όπως οι Μυθοπλασίες(1941) και το Άλεφ (1949).
Δεν έγραψε ποτέ του μυθιστορήματα ή νουβέλες, προτιμώντας την μικρότερη φόρμα των διηγημάτων, όπου συνθέτοντας θέματα όπως φιλοσοφία, θεολογία, μαθηματικά και επιστήμες, δημιουργεί ιστορίες που υπερβαίνουν τα κλασικά λογοτεχνικά ειδη, αξιοποιώντας στοιχεία τόσο από το παράδειγμα του μοντερνισμού όσο και από εκείνο του μεταμοντερνισμού. Φαντασία και επιστημονική φαντασία, τρόμος, αστυνομικές ιστορίες, φιλοσοφικά παίγνια, metafiction στοιχεία, το έργο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες τα περιέχει όλα, συνδυάζοντας ετερόκλητα στοιχεία μέσα από μια πυκνή, πληροφοριακή γραφή. Μια γραφή που παραδίδεται στον αναγνώστη ο οποίος, επαληθεύοντας Borgesian conundrum, είναι αυτός που θα ερμηνεύσει και θα δημιουργήσει στο τέλος το περιεχόμενο των ιστοριών που διαβάζει, βασισμένος στην λογοτεχνική του παίδευση και στις εμπειρίες του.
Η επιρροή του στην λογοτεχνία ήταν και είναι μεγάλη, εμπνέοντας συγγραφείς μεγαθύρια όπως τον Έκο, τον Πίντσον και τον Μπολάνιο, κερδίζοντας επάξια μια θέση ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς του δυτικού κανόνα. Συνέχισε να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής του, ακόμη και όταν πλέον είχε τυφλωθεί λόγο μιας κληρονομική ασθένειας. Ειρωνικά, αφού είχε χάσει πλέον το φως του, διορίστηκε διευθυντής της εθνικής βιβλιοθήκης της Αργεντινής, ζώντας ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία τα οποία πλέον δεν μπορούσε να διαβάσει.