Η κοινωνία της πειθαρχίας του Foucault, που αποτελούνταν από νοσοκομεία, ψυχιατρικά άσυλα, φυλακές, στρατόπεδα και εργοστάσια, δεν είναι πια η κοινωνία του σήμερα. Έχει αντικατασταθεί από μια τελείως διαφορετική κοινωνία, μια κοινωνία γυμναστηρίων, πύργων με γραφεία, τραπεζών, αεροδρομίων, εμπορικών κέντρων και γενετικών εργαστηρίων. Η κοινωνία του 21ου αιώνα δεν είναι πια κοινωνία της πειθαρχίας, αλλά κοινωνία της επίδοσης. Τα δε άτομα που την συγκροτούν δεν λέγονται πια «υπάκουα υποκείμενα», αλλά «επιδοσιακά υπο-κείμενα». Είναι επιχειρηματίες του εαυτού τους. Τα τείχη των σωφρονιστικών ιδρυμάτων που χώριζαν το ομαλό από το ανώμαλο, δείχνουν πια απαρχαιωμένα. Η κατά Foucault ανάλυση της εξουσίας δεν είναι πια ικανή να περιγράψει τις ψυχικές και τοπολογικές αλλαγές που συντελέστηκαν με τη μετάβαση από την κοινωνία της πειθαρχίας στην κοινωνία της επίδοσης.
Μα ούτε ο τρέχων όρος «κοινωνία του ελέγχου» μπορεί ν' αποδώσει ικανοποιητικά αυτή τη μεταβολή, γιατί εξακολουθεί να περιέχει υπερβολική αρνητικότητα.
Η κοινωνία της πειθαρχίας είναι μια κοινωνία της αρνητικότητας. Χαρακτηρίζεται από την αρνητικότητα της απαγόρευσης. Το αρνητικό ρήμα που κυριαρχεί είναι το «δεν επιτρέπεται». Αλλά και το «πρέπει» εμπεριέχει μιαν αρνητικότητα, αυτήν του εξαναγκασμού. Η κοινωνία της επίδοσης αποβάλλει όλο και πιο πολύ την αρνητικότητά της χάρη στη συνεχώς αύξουσα απορρύθμιση. Το απεριόριστο «μπορώ» είναι το θετικό ρήμα της κοινωνίας τής επίδοσης. Ο συλλογικός πληθυντικός του, η κατάφαση Yes, we can, αποδίδει με ακρίβεια τον θετικό χαρακτήρα της κοινωνίας τής επίδοσης. Οι απαγορεύσεις, οι κανόνες και οι νόμοι έχουν δώσει τη θέση τους στα πρότζεκτ, στις πρωτοβουλίες και στα κίνητρα.
Η κοινωνία της πειθαρχίας εξακολουθεί να διέπεται από το Όχι. Η αρνητικότητά της παράγει τρελούς και εγκληματίες. Η κοινωνία της επίδοσης, αντιθέτως, γεννά καταθλιπτικούς και αποτυχημένους.
Το τέλος της ιστορίας και ο καπιταλιστικός ρεαλισμός, μια αποβιομηχανοποιημένη Δύση και μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία απογυμνωμένες από την ταξική ιδεά· οι τεκτονικές τεχνολογικές μετατοπίσεις, το ίντερνετ, τα κοινωνικά δίκτυα, η τηλεργασία και η gig economy, το εντερπρενιλίκι και η κουλτούρα του hustle· η τυραννία της επιτυχείας και το πρόταγμα της διαρκούς αυτοβελτίωσης. Στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν μιας κοινωνίας που προβάλλει αδιάκοπα την εικόνα μιας πλασματικά (και υποχρεωτικά) ευτυχισμένης και επιτυχημένης ζωής, ενώ στην πραγματικότητα εντείνει την ατομική απομόνωση, την εξάντληση, την κατάθλιψη. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, ο κόσμος έχει αλλάξει δραματικά και η κόπωση δεν είναι πια ατομικό σύμπτωμα, αλλά συλλογική δομή.
Στην προσπάθεια της ανάλυσης και της ερμηνείας αυτών των αλλαγών από διάφορους στοχαστές, ξεχωρίζει το ιδιαίτερο κράμα που προκύπτει από τα έργα του Άγγλού Μαρκ Φίσερ, ο οποίος με τον όρο Καπιταλιστικός Ρεαλισμός που εισήγαγε καταφέρνει να “φωτογραφίσει” την εσωτερίκευση του καπιταλιστικού αφηγήματος και να επεκτείνει τις επιπτώσεις που έχει αυτή η εσωτερίκευση στην κοινωνία, στην κουλτούρα, στην εργασία, και από αυτά του Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν τα οποία εστιάζουν στη μετατόπιση από την κοινωνία της πειθαρχίας σε μια κοινωνία επίδοσης, όπου η εξουσία πλέον λειτουργεί μέσω της θετικότητας, της αυτοπροτροπής και της εσωτερίκευσης του καταναγκασμού. Ο Χαν αναλύει πώς η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αυτοβελτίωσης, της ατομικής ευθύνης και της ατέρμονης παραγωγικότητας οδηγεί σε μια ψυχοπολιτική εξάντληση: στην κόπωση, στην κατάθλιψη, στο burnout. Το άτομο δεν καταπιέζεται πια από εξωτερικές απαγορεύσεις, αλλά εξουθενώνεται από την ίδια του την ελευθερία, μετατρεπόμενο σε έναν εσωτερικό εργάτη που επιβλέπει και τιμωρεί τον εαυτό του. Στο επίκεντρο της σκέψης του Χαν βρίσκεται ακριβώς αυτή η κόπωση, όχι ως παθολογία, αλλά ως θεμελιώδες σύμπτωμα της εποχής μας.
Ο Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν, Κορεάτης φιλόσοφος που ζεις και διδάσκει στην Γερμανία, με το Η κοινωνία της κόπωσης, το πρώτο και ίσως το πιο επιδραστικό βιβλίου του, επιχειρεί μια συνοπτική αλλά αιχμηρή διάγνωση της εποχής, εστιάζοντας στη μετάλλαξη της εξουσίας και της υποκειμενικότητας.
Χρησιμοποιώντας ψυχαναλυτικές έννοιες, ο Χαν, προβάλλει τους φρουδικούς όρους του Εγώ, του Αυτό και του Υπερεγώ, στη σύγχρονη "κοινωνία της επίδοσης" όπως την ονομάζει για να περιγράψει το σύγχρονο υποκείμενο. Στην εποχή που περιέγραψε ο Φρόιντ το Υπερεγώ, αυτός ο μεγάλος ηθικός μπαμπούλας, λειτουργούσε ως εσωτερική αρχή που φώναζε “δεν πρέπει”, επιβάλλοντας όρια, κανόνες, απαγορεύσεις. Οι νευρώσεις προκαλούνταν από την καταστολή των παρορμήσεων του “αχόρταγου” Άλλο υπό την πίεση αυτών των απαγορεύσεων.
Σήμερα το παιχνίδι έχει αλλάξει, και η κοινωνία έχει μετακινηθεί από τον παραπάνω κανόνα της “αρνητικότητας” προς ένα (συμπληρωματικό καθώς δε μιλάμε για ποσοτικές αλλά ποιοτικές συνθήκες) νέο παράδειγμα της “θετικότητας”. Στη σύγχρονη κοινωνία της επίδοσης το μήνυμα έχει αλλάξει και από “δεν πρέπει” έχει μετατραπεί σε “Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα”, ”Μπορείς να γίνεις ό,τι θέλεις”, "Μπορείς να βελτιώσεις τον εαυτό σου". Εδώ, στην κοινωνία των επιλογών και της ελευθερίας, της συνεχούς εργασίας, της αυτοβελτίωσης και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, το υποκείμενο, που έχει εσωτερικεύσει πλέον την διαστρεβλωμένη μετάλλαξη του Αμερικανικού ονείρου ότι αν δουλέψει σκληρά, αν βελτιώσει τον εαυτό του και αν προσπαθήσει πολύ θα τα καταφέρει, γίνεται εργοδότης και ταυτόχρονα εργαζόμενος του εαυτού του. Πλέον αντί να εξισορροπεί το Εγώ τις απαιτήσεις του Αλλο με τις απαγορεύσεις του Υπερεγώ, τώρα πρέπει να εξισορροπεί τις παρορμήσεις για ηδονή και ξεκούραση με την εσωτερικευμένη απαίτηση για συνεχή βελτίωση και παραγωγικότητα. Το νέο Υπερεγώ δεν λέει "μην το κάνεις", λέει "κάνε το καλύτερα, γρηγορότερα, πιο αποδοτικά".
Αυτός ο μετασχηματισμός εξηγεί γιατί η κατάθλιψη και το burnout έχουν γίνει οι επιδημίες της εποχής μας. Όταν αποτυγχάνεις στην κοινωνία της πειθαρχίας, μπορείς να κατηγορήσεις το σύστημα, την κοινωνία, τους άλλους. Όταν αποτυγχάνεις στην κοινωνία της επίδοσης, κατηγορείς τον εαυτό σου - "Δεν προσπάθησα αρκετά", "Δεν είμαι αρκετά ταλαντούχος", "Θα έπρεπε να είμαι πιο παραγωγικός".
Η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί από τα υποκείμενα να είναι θετικά, ευτυχισμένα και παραγωγικά, με την αρνητικότητα να εξορίζεται και να αναδεικνύεται ως ένα μείζον εμπόδιο στην παραγωγικότητα. Ο Χαν επισημαίνει ότι η εμμονή με τη θετικότητα είναι στην πραγματικότητα μια μορφή βίας που καταστέλλει τη φυσική αμφιθυμία της ανθρώπινης εμπειρίας και δημιουργεί μια κουλτούρα όπου οτιδήποτε "αρνητικό" πρέπει να εξαλειφθεί ή να "βελτιστοποιηθεί".
Στην σύγχρονη πραγματικότητα, στην κοινωνία που κυριαρχεί η κατάθλιψη και το burn-out, δεν υπάρχει καιρός για γκρίνια και θυμό· ο ελεύθερος χρόνος του υποκειμένου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να βελτιωθεί, να αναπτύξει νέα skills, να κάνει κάτι παραγωγικό. Ο ελεύθερος χρόνος σταματά να είναι ελεύθερος πραγματικά και το άτομο, όπως σωστά παρατηρεί ο Χαν, χάνει την υποτιμημένη ικανότητα “να μην κάνει τίποτα”, το δικαίωμα στην ανία, μιας διεργασίας που στην πραγματικότητα είναι απαραίτητη για την δημιουργία, τον αναστοχασμό και την μάθηση. Η σύγχρονη κουλτούρα της διαρκούς ενασχόλησης (smartphones, social media, multitasking) διεκδικεί τον χρόνο και την προσοχή του υποκειμένου, και αυτό, κυνηγώντας την βελτίωση, την απόδοση και το κέρδος, την παραδίδει αμαχητί. Έτσι, η ίδια η δυνατότητα για παύση, περισυλλογή και δημιουργικότητα συνθλίβεται από το βάρος μιας κοινωνίας που έχει μετατρέψει ακόμη και την ξεκούραση σε εργαλείο παραγωγής.
Η κοινωνία της κόπωσης, όπως την περιγράφει ο Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν, δεν είναι απλώς μια κοινωνία κουρασμένων σωμάτων, αλλά μια κοινωνία εξαντλημένων ψυχών. Πρόκειται για ένα καθεστώς όπου η ελευθερία έχει μετατραπεί σε εργαλείο εξουσίας, η θετικότητα σε μορφή βίας, και η αποτυχία σε ηθική ενοχή. Η κριτική του Χαν δεν προσφέρει λύσεις, ούτε προτείνει κάποια ουτοπική έξοδο. Αντίθετα, λειτουργεί ως φιλοσοφικός καθρέφτης που αναγκάζει το υποκείμενο να δει τον εαυτό του μέσα στην κόπωση, όχι ως ατομική αποτυχία, αλλά ως προϊόν μιας εποχής που έχει εξορίσει τη σιωπή, την παθητικότητα, ακόμη και την πλήξη. Ίσως, η αντίσταση να ξεκινά ακριβώς από εκεί, από την αποκατάσταση του δικαιώματος να μη θέλουμε πάντα περισσότερα, να μη βελτιωνόμαστε διαρκώς, να μπορούμε απλώς να υπάρχουμε.
Κορεάτης φιλόσοφος και πολιτισμικός στοχαστής, γεννημένος το 1959 στη Σεούλ, ζει και διδάσκει στη Γερμανία. Σπούδασε μεταλλουργική στην Κορέα πριν στραφεί στη φιλοσοφία, τη γερμανική φιλολογία και τη θεολογία. Το έργο του εστιάζει στην ψυχοπολιτική της ύστερης νεωτερικότητας, την τεχνολογία, την εξουσία, την ελευθερία και την κόπωση. Με στοχαστικό ύφος και πυκνό, σχεδόν λογοτεχνικό λόγο, αναλύει πώς η σύγχρονη κοινωνία παράγει εξάντληση, απομόνωση και κατάθλιψη πίσω από το προσωπείο της επιτυχίας και της θετικότητας. Το πιο γνωστό του έργο, Η κοινωνία της κόπωσης (2010), έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες και καθιερώθηκε ως σύγχρονο φιλοσοφικό σημείο αναφοράς.