Για τον Ζωρζ Σιμενόν, οι συστάσεις είναι περιττές. Με περισσότερα από 400 μυθιστορήματα στο ενεργητικό του, 75 από τα οποία με πρωταγωνιστή τον επιθεωρητή Μεγκρέ, ο Βέλγος συγγραφέας υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς και ευρέως μεταφρασμένους συγγραφείς του 20ού αιώνα, με τα έργα του να έχουν πουλήσει πάνω από 500 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και να διαβάζονται εκτενώς ακόμη και σήμερα. Πέρα από τον θρυλικό επιθεωρητή Μεγκρέ που τον καθιέρωσε στη συνείδηση των αναγνωστών ως μια από τις μεγάλες μορφές του αστυνομικού μυθιστορήματος, έγραψε μια σειρά από τα λεγόμενα "romans durs" , τα “σκληρά μυθιστορήματα” που ξεφεύγουν από τους κανόνες του είδους για να εξερευνήσουν τα πιο σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Σε αυτά, ο Σιμενόν εγκαταλείπει την ασφάλεια της αστυνομικής πλοκής και το παιχνίδι με τα αινίγματα για να ανατέμνει, με χειρουργική ακρίβεια και μια σχεδόν κλινική ψυχρότητα, τους μηχανισμούς που οδηγούν έναν φαινομενικά συνηθισμένο άνθρωπο στην άβυσσο. Τα romans durs του Simenon δεν ενδιαφέρονται για το "ποιος" ή το "πώς" του εγκλήματος, αλλά για το "γιατί" - ένα γιατί που δεν αναζητά δικαιολογίες ή ηθικές κρίσεις, αλλά επιχειρεί να χαρτογραφήσει την ψυχική γεωγραφία του δράστη, να καταγράψει τη στιγμή που η καθημερινότητα μετατρέπεται σε εφιάλτη και η κανονικότητα αποκαλύπτει τους δαίμονές της.
Η πένα του Σιμενόν γεννά τέτοιους δαίμονες και τους κρύβει έντεχνα στην παραθαλάσσια πόλη Λα Ροσσέλ. Στους "Δαίμονες του Πιλοποιού", ένα από τα πιο ατμοσφαιρικά και ψυχολογικά οξυμένα έργα των σκληρών μυθιστορημάτων του, ο Σιμενόν μας μεταφέρει σε μι πόλη που κυριαρχεί ο τρόμος, σε μια πόλη όπου έξι ηλικιωμένες γυναίκες έχουν βρεθεί στραγγαλισμένες μέσα σε είκοσι μέρες. Η αστυνομία έχει στήσει μπλόκα παντού, αλλά ο δολοφόνος κυκλοφορεί ανάμεσά τους ανενόχλητος και άγνωστος σε όλους.
Εκτός από τον αναγνώστη, στον οποίο ο συγγραφέας προσφέρει απλόχερα αυτή την πληροφορία: είναι ο Λεόν Λαμπέ, ο ευυπόληπτος πιλοποιός (κατασκευαστής καπέλων), που κάθε βράδυ παίζει μπριτζ στο Καφέ ντε Κολόν με τους εκπροσώπους της αστικής τάξης, με τον γιατρό, τον γερουσιαστή και τον ίδιο τον αστυνομικό επιθεωρητή. Με μια σχεδόν σαδιστική ειρωνεία, στέλνει ανώνυμα σημειώματα στην τοπική εφημερίδα προαναγγέλλοντας τους φόνους του, υποσχόμενος ότι θα σταματήσει στην έβδομη θυσία. Αλλά το πραγματικό ψυχολογικό παιχνίδι του μυθιστορήματος δεν είναι μεταξύ του δολοφόνου και της αστυνομίας, αλλά μεταξύ του Λαμπέ και του γείτονά του, του φτωχού ράφτη Κασουντάς, που ανακαλύπτει τυχαία την αλήθεια και γίνεται ο σιωπηλός μάρτυρας μιας σταδιακής ψυχικής αποσύνθεσης. Ένας παράξενος χορός μεταξύ δύο μοναχικών ανδρών που καθρεφτίζονται ο ένας στον άλλο, με τον Σιμενόν να υπονοεί ότι ίσως η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι ο ένας πέρασε το κατώφλι και ο άλλος όχι.
Ο Σιμενόν χτίζει την ατμόσφαιρα του τρόμου με αργές, μεθοδικές πινελιές, αποφεύγοντας τις εύκολες εκπλήξεις του αστυνομικού θρίλερ για χάρη μιας πιο βαθιάς, υπαρξιακής αγωνίας. Η ατμοσφαιρική γραφή του είναι σχεδόν ασκητική στην οικονομία της, με καμία περιττή λέξη, καμία συναισθηματική υπερβολή, μόνο την ψυχρή καταγραφή των γεγονότων και τη σταδιακή αποκάλυψη των κινήτρων. Το μυστήριο της ταυτότητας της έβδομης δολοφονίας και οι λόγοι πίσω από τους φόνους αποκαλύπτονται σταδιακά, συνδεδεμένοι με το παρελθόν του Λαμπέ και την άρρωστη σύζυγό του που κανείς δεν έχει δει εδώ και καιρό. Αλλά το πραγματικό επίτευγμα του Σιμενόν είναι ο τρόπος που καταφέρνει να μας κάνει να κατανοήσουμε χωρίς να δικαιώσουμε τη διεστραμμένη λογική του δολοφόνου, την παραμορφωμένη αίσθηση δικαιοσύνης που τον οδηγεί. Η σχέση ανάμεσα στον Λαμπέ και τον Κασουντά λειτουργεί ως καθρέφτης αυτής της κατανόησης:ο ράφτης, που αρχικά τρομοκρατείται, σταδιακά γοητεύεται από τη γνώση που κατέχει, από την εξουσία του να ξέρει κάτι που κανείς άλλος δεν ξέρει, μέχρι που η σιωπή του τον καθιστά σχεδόν συνένοχο.
Οι "Δαίμονες του Πιλοποιού" επιβεβαιώνουν τη θέση του Σιμενόν ως ενός από τους μεγάλους ψυχολόγους της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αλλά και ως οξυδερκούς χρονικογράφου της γαλλικής επαρχίας. Μέσα από την ασφυκτική ατμόσφαιρα της Λα Ροσσέλ, ο Σιμενόν ανατέμνει τις κοινωνικές δομές της μικρής πόλης, το καφενείο όπου οι προύχοντες παίζουν μπριτζ, τις μικροαστικές συμβάσεις, την υποκρισία που κρύβεται πίσω από την αξιοπρέπεια, αποκαλύπτοντας πώς αυτή η κλειστή κοινωνία παράγει και συγκαλύπτει ταυτόχρονα τα τέρατά της. Ο Βέλγος συγγραφέας καταφέρνει να συλλάβει την ουσία του κακού όχι ως κάτι εξωτικό ή ακραίο, αλλά ως κάτι τρομακτικά οικείο που αναδύεται από τον ίδιο τον ιστό της επαρχιακής κανονικότητας. Σε ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί παρά το βαρύ του θέμα, ο Βέλγος συγγραφέας καταφέρνει να συλλάβει την ουσία του κακού όχι ως κάτι εξωτικό ή ακραίο, αλλά ως κάτι τρομακτικά οικείο. Είναι ο γείτονας που χαιρετάς κάθε πρωί, ο σεβάσμιος επαγγελματίας που όλοι εκτιμούν, ο νοικοκύρης της διπλανής πόρτας, αυτός που είναι υπεράνω υποψίας. Είναι αυτή ακριβώς η κανονικότητα του τέρατος που κάνει το έργο τόσο ανατριχιαστικό και πάντα τόσο επίκαιρο.
Από τις εκδόσεις Άγρα, σε εξαιρετική μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ.
Ο Georges Simenon (1903-1989) υπήρξε ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα με πάνω από 400 μυθιστορήματα. Γεννημένος στο Βέλγιο, έζησε κυρίως στη Γαλλία και την Ελβετία. Διάσημος για τον επιθεωρητή Μεγκρέ, έγραψε επίσης τα "romans durs", σκληρά ψυχολογικά μυθιστορήματα που εξερευνούν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Μετρ της ατμόσφαιρας και της ψυχολογικής ανάλυσης, επηρέασε βαθιά το νουάρ και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα έργα του έχουν πουλήσει 500 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες. Πολλά διασκευάστηκαν για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.