James

Ένα retelling του εμβληματικού μυθιστορήματος του Μαρκ Τουέιν, αυτή τη φορά μέσα από τα μάτια του σκάβου Τζιμ.

Λέγομαι Τζέιμς. Μακάρι να μπορούσα να πω την ιστορία μου με μια αίσθηση ιστορικότητας όσο και εργατικότητας. Πουλήθηκα όταν γεννήθηκα και στη συνέχεια πουλήθηκα ξανά. Η μητέρα της μητέρας μου καταγόταν από κάποιο μέρος της Αφρικανικής Ηπείρου, μου είχαν πει, ή ίσως να το είχα θεωρήσει εγώ δεδομένο. Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως έχω κάποιες γνώσεις σχετικά με εκείνον τον κόσμο ή εκείνους τους ανθρώπους, για το αν οι δικοί μου ήταν βασιλιάδες ή ζητιάνοι. Θαυμάζω εκείνους που, στην ηλικία των πέντε ετών, όπως ο Βέντιουρ Σμιθ, θυμούνται τις φατρίες των προγόνων τους, τα ονόματά τους και τις μετακινήσεις των οικογενειών τους μέσα από τις ζάρες, τα ορύγματα και τα χάσματα του εμπορίου σκλάβων. Μπορώ να σας πω ότι είμαι ένας άνθρωπος που έχει αντίληψη του κόσμου του, ένας άνθρωπος που έχει οικογένεια, που αγαπάει μια οικογένεια, που ξεριζώθηκε από την οικογένειά του, ένας άνθρωπος που μπορεί να διαβάσει και να γράψει, ένας άνθρωπος που δε θα εξιστορήσει τον εαυτό του αλλά θα γράψει την ιστορία του.
notion image
Η συγγραφή ενός λογοτεχνικού retelling είναι ζόρικη υπόθεση. Δεν αρκεί να πάρεις μια ιστορία και να την ξαναπείς, χρειάζεται να της δώσεις ξανά πνοή, να την κάνεις δική σου, χωρίς να σβήσεις τον απόηχο του αρχικού της σχήματος. Για να έχει νόημα θα πρέπει να προσθέσεις, να προσφέρεις μια νέα οπτική, φρέσκια και ίσως πιο σύγχρονη, χρησιμοποιώντας χαρακτήρες που στο αρχικό έργο βρισκόταν συχνά στο παρασκήνιο. Από την Πηνελοπιάδα της Μάργκαρετ Άτγουντ, που ξαναπιάνει την Οδύσσεια από την πλευρά της γυναίκας που έμεινε πίσω ως τo Wide Sargasso Sea της Jean Rhys που λειτουργεί ως ένα retelling της Jane Eyre που δίνει φωνή στην “τρελή γυναίκα στη σοφίτα” μετατρέποντάς την από δευτερεύουσα φιγούρα σε κεντρικό πρόσωπο με δικό της τραγικό βάθος, το διακύβευμα κρύβεται στο πως να μείνεις πιστός σε κάτι γνώριμο και ταυτόχρονα πως να το κάνεις να φανεί σαν καινούριο.
Ένα από τα πιο τολμηρά retellings των τελευταίων χρόνων, είναι το James του ταλαντούχου Αφροαμερικανού συγγραφέα Πέρσιβαλ Έβερετ. Βραβευμένο με Pulitzer και με θερμή υποδοχή από κοινό και κριτικούς, το βιβλίο πατά πάνω στο αγαπημένο κλασσικό του Μαρκ Τουέιν, το Οι περιπέτειες του Χακ Φιν και δίνει τον λόγο στον Τζιμ, τον σκλάβο που στην αρχική ιστορία λειτουργεί ως ο αγαθός υπηρέτης που αποτελεί στόχο για τις πλάκες του Τομ Σόγιερ και ως άνυσος σύντροφος, κάπως στερεοτυπικός  και αρχετυπικός, για τον Χάκλμπερι Φιν κατά τη διάρκεια της περιπλάνησης του. Το αποτέλεσμα είναι μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση, όπου ο Έβερετ προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τη γνωστή περιπέτεια για να φωτίσει τις βίαιες αντιφάσεις της αμερικανικής κοινωνίας, τις κρατούσες φυλετικές ιεραρχίες και την ανάγκη για συμπερίληψη εκείνων που έμειναν και ίσως μένουν ακόμα σιωπηλοί.
Δουλεύει το James ως retellling;
Ο Έβερετ χρησιμοποιεί το αιχμηρό χιούμορ για το οποίο είναι γνωστές οι ιστορίες του, για να ανασκευάσει την ιστορία, κάνοντας τον Τζιμ πρωταγωνιστή στο οικείο ταξίδι προς το νότο πλέοντας τον Μισσισσιππή και σε μια ανοίκεια οργισμένη επιστροφή στο Βορρά που μοιάζει να έχει σκηνοθετήσει από τον Ταραντίνο. Στο πρώτο κομμάτι του βιβλίου, ακολουθούμε σχεδόν αυτούσιο το ταξίδι που ο Χακ και ο Τζιμ έκαναν στην ιστορία του Τουέιν, δοσμένο μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Τζιμ, ενώ στο δεύτερο μισό η ιστορία αλλάζει, οδηγώντας στην ελευθερία του πρωταγωνιστή της με τρόπο κάπως διαφορετικό.
Στο James ο Τζιμ δεν είναι πια η σκιασμένη φιγούρα που ξέραμε από τον Τουέιν∙ αναδύεται ως ένας σύνθετος, πολυδιάστατος χαρακτήρας, που η φωνή του διεκδικεί το κέντρο της αφήγησης. Είναι μορφωμένος, έξυπνος, με λεπτή ειρωνεία και βαθιά αυτογνωσία. Ο Έβερετ τον παρουσιάζει όχι ως “καλόκαρδο σύντροφο” ή στερεοτυπικό σύμβολο αθωότητας, αλλά ως έναν άνθρωπο που καταλαβαίνει την αδικία του κόσμου γύρω του και επινοεί τρόπους για να επιβιώσει μέσα σε αυτήν. Ο Τζιμ δεν είναι πια σιωπηλός∙ σχολιάζει, αναλύει, θυμάται, και κυρίως μιλά με τη δική του φωνή, σε μια γλώσσα που αποτυπώνει την πολυπλοκότητα της εμπειρίας του.
Η αφηγηματική του υπόσταση κινείται ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό: είναι ο Τζιμ, με την ιδιαίτερη διαδρομή και τα βιώματά του, αλλά ταυτόχρονα γίνεται εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κόσμου που, στην εποχή του κατά τα άλλα προοδευτικού για την εποχή του Τουέιν, έμενε στη σκιά της λογοτεχνίας.
Ενός κόσμου, που στο λογοτεχνικό σύμπαν του Έβερετ, έχει τους δικούς του κώδικες επικοινωνίας, τους δικούς του “υπόγειους σιδηροδρόμους”. Οι σκλάβοι του νότου που εδώ χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη συνειδηση της ιδιότητας τους και της καταπίεσης που δέχονται από τους Λευκούς, χρησιμοποιούν μια αλληγορική διπλή “γλώσσα”, μιλούν με έναν τρόπο όταν βρίσκονται μπροστά στους λευκούς και με έναν εντελώς διαφορετικό όταν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η γλώσσα λειτουργεί σαν ασπίδα, σαν στρατηγική επιβίωσης, αλλά και σαν κώδικας που δημιουργεί κοινότητα και μυστική κατανόηση. Ο Έβερετ αξιοποιεί αυτό το γλωσσικό παιχνίδι που είναι ίσως πιο αξιοσημείωτο τέχνασμα του βιβλίου, για να δείξει πώς η καταπίεση δεν γέννησε μόνο σιωπή, αλλά και μια κρυφή, υπόγεια δημιουργικότητα: οι λέξεις αποκτούν διπλό νόημα, η φωνή σπάει σε δύο επίπεδα, κι έτσι αποκαλύπτεται ένας κόσμος που έμενε αόρατος στον αρχικό λευκό αφηγητή.
Δουλεύει το retelling της ιστορίας του Μαρκ Τουέιν; Ναι, ο Έβερετ τα καταφέρνει, δημιουργώντας μια αιχμηρή και έξυπνη εκδοχή της κλασικής περιπέτειας. Είναι όμως το βιβλίο ένα αριστούργημα που στέκεται στο ύψος των διθυράμβων και του Pulitzer που έλαβε; Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.
Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου κυριαρχείται από διαλόγους που, παρότι ζωντανοί, περιορίζουν τις στιγμές ενδοσκόπησης που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν περισσότερο τον εσωτερικό κόσμο του Τζιμ. Επιπλέον, η δέσμευση του retelling δημιουργεί ένα παράδοξο: στο πρώτο μισό, ο Έβερετ ακολουθεί σχεδόν υποχρεωτικά την πορεία του αρχικού έργου, με αποτέλεσμα να χάνεται κάπως η δική του φωνή. Μόνο στο δεύτερο μέρος, όταν η αφήγηση απελευθερώνεται από τα δεσμά του Τουέιν βρίσκει το βιβλίο τον δικό του ρυθμό και την αυθεντική του ένταση.
Παρόλα αυτά, το James παραμένει ένα σημαντικό λογοτεχνικό επίτευγμα. Όχι γιατί είναι τέλειο, αλλά γιατί κάνει αυτό που πρέπει να κάνει κάθε επιτυχημένο retelling: μας αναγκάζει να ξαναδιαβάσουμε το πρωτότυπο με νέα μάτια. Ο Έβερετ δεν αρκείται στο να δώσει φωνή στον Τζιμ· μας δείχνει τι σήμαινε πάντα η σιωπή του. Και σε αυτή την αποκάλυψη της διπλής γλώσσας, της κρυφής αντίστασης και της υπόγειας δημιουργικότητας των καταπιεσμένων, βρίσκεται η πραγματική δύναμη του βιβλίου. Το James μπορεί να μην είναι αψεγάδιαστο, αλλά είναι απαραίτητο και αυτό, στη λογοτεχνία των retellings, μετράει περισσότερο από την τεχνική τελειότητα.
Από τις εκδόσεις Ψυχογιός.