Τέλειο παρελθόν

Η πρώτη περιπέτεια του Μάριο Κόντε, μια αστυνομική ιστορία με φόντο την Κούβα του 1989

Πρωτοδιάβασα τον Λεονάρδο Παδούρα κάτι παραπάνω από δέκα χρόνια πριν, με το Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, ένα βιβλίο που αφηγείται την ιστορία του Τρότσκι και του ανθρώπου που έμελλε να γίνει ο δολοφόνος του, να είναι μια εξαιρετική πρώτη συνάντηση με τον Κουβανό συγγραφέα.
notion image
Ωστόσο, ήταν όταν ανακάλυψα την αστυνομική του σειρά με ήρωα τον Μάριο Κόντε, που έγινα φανατικός. Από τις Μάσκες ως το Έντιμοι Άνθρωποι, ο Παδούρα δεν γράφει απλώς νουάρ, φτιάχνει ένα λογοτεχνικό χρονικό της Κούβας, από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού μέχρι και τη μετα-Φιντέλ εποχή, στυλιζαρισμένου και μασκαρεμένου σαν τις αστυνομικές περιπέτειες του λογοτεχνικού του alter ego.
Στα ελληνικά, τα περισσότερα από τα βιβλία της σειράς κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όλα σε μετάφραση του Κώστα Αθανασίου. Σχεδόν όλα, γιατί οι περιπέτεις του Μάριο Κόντε στην χώρα μας ξεκινούσαν από το τρίτο βιβλίο, τις Μάσκες, με το πρώτο, το δεύτερο και το τέταρτο βιβλίο (η τετράδα αυτή σχηματίζει την τετραλογία των εποχών) να μην έχουν μεταφραστεί ποτέ, κάτι που φαίνεται να αλλάζει με την πρόσφατη κυκλοφορία του Τέλειο Παρελθόν, του βιβλίου με το οποίο μας συστήνεται για πρώτη φορά ο ήρωας.
Αλλά ποιος είναι ο Μάριο Κόντε;
Η φωνή του ήταν βραχνή επί μέρες από τα δύο πακέτα τσιγάρα που κατανάλωνε κάθε είκοσι τέσσερις ώρες, και ήξερε ότι εκτός από φαλακρός θα κατέληγε και με μια τρύπα στο λαρύγγι και ένα καρό μαντίλι τυλιγμένο στον λαιμό, σαν καουμπόης την ώρα του κολατσιού, να μιλάει ίσως μέσα από ένα μηχάνημα που θα του έδινε τη φωνή ενός ρομπότ από ανοξείδωτο ατσάλι. Ελάχιστα διάβαζε πια και μάλιστα είχε φτάσει πλέον να ξεχάσει τις μέρες που ορκιζόταν, κοιτάζοντας τη φωτογραφία εκείνου του Χέμινγουεϊ που κατέληξε να είναι το πιο λατρεμένο είδωλο της ζωής του, ότι θα γινόταν συγγραφέας και μόνο συγγραφέας και ότι όλα τα υπόλοιπα θα ήταν συμβάντα που θα είχαν αξία μόνο ως εμπειρίες ζωής. Εμπειρίες ζωής. Νεκροί, αυτόχειρες, δολοφόνοι, λαθρέμποροι, νταβατζήδες, πόρνοι και πόρνες, βιαστές μαζί με τα θύματά τους, κλέφτες, σαδιστές και διεστραμμένοι κάθε είδους και κατηγορίας, φύλου, ηλικίας, χρώματος, κοινωνικής και γεωγραφικής προέλευσης. Πάρα πάρα πολλοί καργιόληδες. Και αποτυπώματα, νεκροψίες, τόποι εγκλήματος, σφαίρες και πυροβολισμοί, ψαλίδια, μαχαίρια, ρόπαλα, μαλλιά και δόντια ξεριζωμένα, πρόσωπα παραμορφωμένα. Οι εμπειρίες της ζωής του. Και ένα συγχαρητήρια στο τέλος κάθε υπόθεσης που διαλεύκαινε, και μια φοβερή απογοήτευση, μια αηδία και άπειρη αίσθηση ανημπόριας στο τέλος κάθε υπόθεσης που έμπαινε στο ψυγείο χωρίς λύση. Τα δέκα χρόνια που κυλιόταν στους υπονόμους της κοινωνίας είχαν καταλήξει να του καθορίζουν τις αντιδράσεις και τις προοπτικές του, ξεσκεπάζοντας μπροστά στα μάτια του μόνο την πιο πικρή και δύσκολη πλευρά της ζωής, και επιπλέον είχαν καταφέρει να του ποτίσουν το δέρμα μ' εκείνη τη μυρωδιά σήψης από την οποία δεν θα απελευθερωνόταν ποτέ ξανά και, το χειρότερο, την αισθανόταν μόνον όταν γινόταν εξαιρετικά επιθετική, αφού η όσφρησή του είχε αμβλυνθεί για πάντα. Όλα τέλεια, τόσο τέλεια και ευχάριστα όσο μια γερή κλοτσιά στ' αρχίδια.
Τι έχεις κάνει με τη ζωή σου, Μάριο Κόντε; αναρωτήθηκε.
Ο Μάριο Κόντε είναι αστυνομικός, ή μάλλον πιο σωστά, είναι αντιαστυνομικός. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά του συγκρούονται με την καθιερωμένη εικόνα του “μπάτσου” που έχει στο μυαλό του ο αναγνώστης Στοχαστικός, γεμάτος αμφιβολίες, βαθιά ανθρώπινος, η θέση του στην αστυνομία μοιάζει και είναι περισσότερο με μια ειρωνεία της τύχης παρά με συνειδητή του επιλογή. Αν μπορούσε να διαλέξει, θα προτιμούσε να γράφει, με το μεγάλο του όνειρο να είναι να ολοκληρώσει κάποτε ένα μυθιστόρημα “απλό αλλά συγκινητικό, όπως εκείνα του Χέμινγουεϊ και του Σάλιντζερ”. Θα μείνει στις τάξεις της αστυνομίας μόνο κατά τη διάρκεια της Τετραλογίας των Εποχών.
Αγαπά το αλκοόλ, λατρεύει τη λογοτεχνία, και κινείται διαρκώς ανάμεσα στην ειρωνεία και τη μελαγχολία. Είναι εξωτερικά σκληρός, αλλά πίσω από την πανοπλία του κρύβεται μια τρυφερότητα και μια αίσθηση αξιοπρέπειας σχεδόν παλιάς κοπής. Η ηθική του είναι ευέλικτη στις λεπτομέρειες αλλά αμετακίνητη στον πυρήνα της.
Οι σχέσεις του κρύβουν προδοσίες στο παρελθόν, το μέλλον του υπόσχεται μια σταθερή αγάπη που τον στηρίζει χωρίς θόρυβο. Και όσο για τους αδελφικούς του φίλους, είναι η μόνη αμετάβλητη σταθερά σε έναν κόσμο που αλλάζει βίαια και αδιάφορα γύρω του.
Μέσα από τον Κόντε, ο Παδούρα μιλά όχι μόνο για έναν ήρωα, αλλά για μια ολόκληρη γενιά που κλήθηκε να λύσει εγκλήματα, ενώ γύρω της διαλυόταν μια χώρα. Είναι γέννημα-θρέμμα της χαμένης γενιάς της Κούβας: εκείνων που ενηλικιώθηκαν με τις επαγγελίες της επανάστασης και πέρασαν στην ωριμότητα αντικρίζοντας την κατάρρευσή της, στην δύσκολη δεκαετία που ακολούθησε την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Που μεγάλωσαν με όνειρα συλλογικά, αλλά βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα ατομικής επιβίωσης, πολιτικής απογοήτευσης και υπαρξιακής ασφυξίας.
Αυτός είναι ο Μάριο Κόντε που γνωρίζουμε στο Τέλειο Παρελθόν και στην πραγματικότητα αυτός παραμένει, με διακριτικές αλλαγές όπως η επαγγελματική του σχέση με την αστυνομία, και στα υπόλοιπα οκτώ βιβλία της σειράς. Εδώ, στην πρώτη περιπέτεια του, γνωρίζουμε αυτόν, τον κύκλο του αλλά και την προσωπική του ιστορία, καθώς, στην αυγή του έτους 1989, βρίσκεται επικεφαλής μιας έρευνας που συνδέεται έμμεσα με το παρελθόν του: ο Ραφαέλ Μορίν, ένας παλιός συμμαθητής του από το προπαρασκευαστικό της Βιμπόρα, ένα από τα χρυσά παιδιά του κόμματος που σήμερα δουλεύει ως επικεφαλής μιας κρατικής επιχείρησης με βαθμό υφυπουργού, αγνοείται.
Το παρελθόν του Ραφαέλ Μορίν, όπως το θυμάται ο Κόντε μέσα από αλλεπάλληλα φλασμπακ, είναι αψεγάδιαστο, από την εφηβία τους ακόμη ήταν ένας τύπος που υπάκουε στους καθιερωμένους κανόνες και ξεχώριζε για την αυτοπειθαρχία, την ευφυϊα και την ηθική του. Το παρόν και το μέλλον του φαντάζουν λαμπρά, με την κομματική άνοδο του να μοιάζει να μην έχει ταβάνι. Όμως σύντομα η αναζήτηση του Κόντε αποκαλύπτει σκιές και ρωγμές στο τέλειο παρελθόν και στην λαμπρή καριέρα του εξαφανισμένου συμμαθητή του. Καθώς οι “από πάνω” πιέζουν για μια γρήγορη λύση της υπόθεσης καθώς επίκειται η άφιξη μιας Ιαπωνικής αντιπροσωπείας με την οποία ο Μορίν θα έπρεπε να συναντηθεί για μια εμπορική συμφωνία, ο Μάριο Κόντε βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο παρελθόν και σε οδυνηρές πληγές και αναμνήσεις που νόμιζε ότι είχαν κλείσει για πάντα. Πληγές που πονάν και πάλι καθώς συναντά την Ταμάρα, τη γυναίκα του εξαφανισμένου που τυχαίνει να είναι και ο παλιός απωθημένος εφηβικός ερωτάς του.
Το Τέλειο Παρελθόν είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, πιστό υφολογικά στα βιβλία που θα το ακολουθήσουν, ένα απολαυστικό βιβλίο που θα θυμίσει στους φίλους της σειράς γιατί αγαπούν τα βιβλία με πρωταγωνιστή τον Μάριο Κόντε και ταυτόχρονα μια θαυμάσια ευκαιρία για αυτούς που δεν έχουν ακόμη διαβάσει Παδούρα, να τον γνωρίσουν. Πέρα από την σφιχτή αστυνομική πλοκή, καταφέρνει να αναδημιουργήσει την Κούβα του 1989 και να μεταφέρει τις ιδαίτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που αντιμετωπίσαν την εποχή εκείνη οι κάτοικοι του νησιού. Όπως όλα τα σπουδαία βιβλία του είδους, ξεφεύγει από την απλή διήγηση της αστυνομικής πλευράς της υπόθεσης, αλλά χτίζει πάνω στους χαρακτήρες ανατέμνοντας ταυτόχρονα το κοινωνικό τους περιβάλλον.
Ο Λεονάρδο Παδούρα, σαν στυλίστας που είναι, το θέτει πολύ πιο ωραία από τι θα μπορούσα ποτέ:
“Η συγγραφή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος μπορεί να αποτελεί μια αισθητική άσκηση πολύ πιο υπεύθυνη και περίπλοκη απ' ό,τι νομίζουμε συνήθως, καθώς πολλές φορές θεωρείται -όχι αναιτίως- ότι είναι μια λογοτεχνία απόδρασης και ψυχαγωγίας. Ο συγγραφέας, την ώρα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος αυτού του είδους, μπορεί να πάρει υπόψη του ποικίλες παραμέτρους ή καλλιτεχνικές οδούς, από τις οποίες έχει τη δυνατότητα να επιλέξει ή να διαβεί αυτές που προτιμάει και κυρίως αυτές που - σύμφωνα με τις δυνατότητές του - μπορεί και - σύμφωνα με τους σκοπούς του - θέλει. Εξηγούμαι: μπορεί, για παράδειγμα, να γράψει κανείς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα απλώς και μόνο για να διηγηθεί πώς ανακαλύπτεται η μυστηριώδης ταυτότητα του δράστη ενός εγκλήματος. Αλλά μπορεί επίσης να το γράψει και με σκοπό επιπλέον να διερευνήσει πιο βαθιά τις συνθήκες (πλαίσιο, κοινωνία, εποχή) στις οποίες διαπράχθηκε αυτό το έγκλημα. Μια πιθανότητα είναι να γράψει αυτό το μυθιστόρημα με γλώσσα, δομή και χαρακτήρες ελάχιστα λειτουργικούς και επικοινωνιακούς, αλλά υπάρχει και η επιλογή να προσπαθήσει να το γράψει με τη βούληση για κάποιο στιλ, φροντίζοντας η δομή να είναι κάτι περισσότερο από έναν αστυνομικό φάκελο που κλείνει με τη λύση ενός αινίγματος και επιδιώκοντας τη δημιουργία μυθοπλαστικών χαρακτήρων με ψυχολογική οντότητα και ειδικό βάρος, ως σημεία αναφοράς για κάποιες κοινωνικές και ιστορικές πραγματικότητες. Τελικά, είναι εξίσου αποδεκτό να γράψει κανείς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για να ψυχαγωγήσει, να προσφέρει απόλαυση, να παίξει με τα αινίγματα, όσο και (αν κανείς μπορεί και θέλει) για να ενοχλήσει, να διερευνήσει, να αποκαλύψει, να πάρει στα σοβαρά τα πράγματα της κοινωνίας και της λογοτεχνίας... ακόμα και ξεχνώντας τα αινίγματα.”
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη.