Ἐκεῖ ποὺ κοίταζε τὸ ἐπίπεδο, μονότονο τοπίο, που μέσα του θαρρεῖς καὶ κυλοῦσε κι ἐκεῖνος καὶ γινόταν ένα μαζί του, ἔστω κι ἂν ἔμενε ἀκίνητος, συνειδητοποίησε πὼς τὸ κυνήγι ποὺ εἶχε ὀργανώσει μὲ τὸν Μίλερ ἦταν ἁπλῶς ἕνα στρατήγημα, ἕνα τέχνασμα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἕνα ἐλαφρυντικὸ γιὰ μιὰ βαθιὰ ριζωμένη συνήθεια καὶ χρήση. Κανένα ἐπαγγελματικὸ ἐνδιαφέρον δὲν τὸν ὠθοῦσε σ᾽ αὐτὸ ποὺ κοίταζε, σ᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ πήγαινε ἐκεῖ ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ὑποχρέωση. Πήγαινε ἐλεύθερος στὴν πεδιάδα, στὸν ὁρίζοντα τῆς Δύσης ποὺ λὲς κι ἐκτεινόταν χωρὶς διακοπὴ ἴσαμε τὸν ἥλιο ποὺ ἔδυε, καὶ δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει πὼς ὑπῆρχαν ἐκεῖ πόλεις, μεγάλες καὶ μικρές, τόσο σημαντικὲς ὥστε ἡ σκέψη τους νὰ τὸν τριβελίζει. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς ὅπου κι ἂν εἶχε ζήσει καὶ ὅπου θὰ ζοῦσε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, ἀπομακρυνόταν σταθερὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη πόλη, ἀποτραβιόταν στὴν ἄγρια φύση. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ βασικό μήνυμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ στὴ ζωή του καὶ σκεφτόταν πὼς ὅλα τὰ συμβάντα τῆς παιδικῆς του ἡλικίας καὶ τῆς νιότης του τὸν εἶχαν ὁδηγήσει ἐν ἀγνοία του σὲ τούτη ἐδῶ τὴ στιγμὴ ὅπου ἰσορροποῦσε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ φυγή. Κοίταξε πάλι τὸ ποτάμι. Ἀπὸ τούτη τὴ μεριὰ εἶναι ἡ πόλη, σκέφτηκε, ἀπὸ κείνη ἡ ἄγρια φύση καὶ παρόλο ποὺ πρέπει νὰ ἐπιστρέψω, ἀκόμη καὶ ἡ ἐπιστροφὴ εἶναι ἁπλὰ ἄλλος ἕνας τρόπος γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψω, ὁλοένα καὶ περισσότερο.
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Τζον Γουίλιαμς, υπήρξε μια σεβαστή αν και μετριοπαθής μορφή της academia, καθώς και ένας συγγραφέας με περιορισμένη φήμη και μάλλον κακή εμπορική πορεία. Μεταθανάτια αυτό άλλαξε, και τα τρία (συν ένα αποκληρωμένο) μυθιστορήματά του επανανακαλήφθηκαν από το αναγνωστικό κοινό με μπροστάρη το εμβληματικό Στόουνερ, το ημιαυτοβιογραφικό αριστούργημα που αφηγείται το χλιαρό βίο και πολιτεία ενός καθηγητή πανεπιστημίου, που μετατράπηκε σε σύγχρονο cult classic και έχει χαρακτηριστεί ως “το καλύτερο μυθιστόρημα που δε γνωρίζατε”.
Πριν από τον Στόουνερ και τον Αύγουστο, το τρίτο (ή τέταρτο) μυθιστόρημά του, που αφηγείται σε επιστολική μορφή τη ζωή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, υπήρξε το Πέρασμα του Μακελάρη, ένα υπερβατικό μυθιστόρημα που επιφανειακά μεταμφιέζεται ως γουέστερν και το οποίο μαζί με τον Ματωμένο Μεσημβρινό του μεγάλου Κόρμακ Μακάρθι στέκουν στην κορυφή του λογοτεχνικού αυτού είδους.
Γουέστερν σημαίνει αχανείς εκτάσεις πέρα από τα σύνορα, μυθικοί αχαρτογράφητοι τόποι που περιμένουν να κατακτηθούν από κείνους που τρέπονται στην τόσο χαρακτηριστικά Αμερικανική φυγή προς τα δυτικά, προς το μυστήριο, την περιπέτεια, την ελευθερία και την επανεφεύρεση του εαυτού.
Σε μια τέτοια φυγή προς τα δυτικά τρέπεται και ο νεαρός φοιτητής του Χάρβαρντ Γουίλ Άντριους, επηρεασμένος από τον νατουραλισμός και τον υπερβατισμό που του ενέπνευσε ο καθηγητής Ραλφ Ουάλντο Έμερσον. Γιός ενός πάστορα, ο Άντριους, φεύγει για τα δυτικά χωρίς να ξέρει και ο ίδιος τι ψάχνει ακριβώς, γνωρίζοντας μόνο ότι αναζητά το καλό, το αγαθό, την αλήθεια και την ομορφιά, πράγματα που κανείς μπορεί να βρει μόνο στην άγρια φύση.
Τα βρίσκει; Ο δρόμος του τον οδηγεί στο Πέρασμα του Μακελάρη, ένα μικρό κυνηγετικό ορμητήριο-πόλη του Κάνσας, όπου την εποχή αυτή, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακμάζει το ασταμάτητο κυνήγι του Αμερικάνικου Βουβαλιού, ενός είδους που κυνηγήθηκε για την γούνα του με φρενήρης ρυθμούς οι οποίοι το έφεραν πολύ κοντά στην ολική εξαφάνιση· από ένα πληθυσμό 80 εκατομμυρίων, το κυνήγι μείωσε τα ζωντανά μέλη του είδους σε 541 κεφάλια έως το 1889. Εκεί, ο πρωτάρης Άντριους, πολύ σύντομα θα βρεθεί να χρηματοδοτεί μια αποστολή στα άγρια βουνά του Κολοράντο, μακριά πέρα από τις μεγάλες πεδιάδες της Κεντρικής Αμερικής, μια αποστολή υπό την αρχηγία του Μίλλερ, ενός κυνηγού εξαιρετικής φήμης αλλά και απληστίας, που υπόσχεται την ανακάλυψη ενός τεράστιου κοπαδιού ικανού να τους κάνει πλούσιους.
Οι δύο τους, μαζί με τον σύντροφο του Μίλλερ τον Τσάρλι Χότζ, έναν ψυχικά τραυματισμένο φανατικό με τη βίβλο αλκοολικο, και τον Σνάιντερ, τον κακότροπο γδάρτη της ομάδας, φεύγουν για τα δυτικά και χάνονται στο ατελείωτο Αμερικανικό τοπίο. Λειμώνες, πεδιάδες, βουνά, ποτάμια, η φύση που δεν συγχωρεί, τα μεγάλα κοπάδια των περήφανων και μεγαλοπρεπών βουβάλων, η βία και το αίμα και η σφαγή που έρχονται από τα ανατολικά μαζί με τους κυνηγούς. Οι τέσσερις σύντροφοι αντιμετωπίζουν την φύση και τις κακουχίες της, αλλά στο τέλος, τους ίδιους τους, τους εαυτούς.
Ο Τζον Γουίλιαμς, με το Πέρασμα του Μακελάρη, αποτίνει φόρο τιμής στο λογοτεχνικό είδος του Γουέστερν, ένα είδος ιδιαίτερα Αμερικανικό και για αυτό το λόγο αγαπητό στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σεβόμενος τα όρια και τις συμβάσεις του ως είδους, αλλά παράλληλα εμπλουτίζοντας το με μια βαθιά πνευματικότητα και με ένα υπόγειο, καλά κρυμμένο, σχολιασμό της ίδια της Αμερικανικής κοινωνίας. Από τον νεαρό Άντριους που βρίσκεται στην διαδικασία να δημιουργήσει τον εαυτό του, ως τον έμπειρο μα αδηφάγο Μίλλερ, το μυθιστόρημα ξεχωρίζει για την καταπληκτική σκιαγράφηση ολοκληρωμένων και πολυδιάστατων χαρακτήρων που μιλούν χωρίς πολλά λόγια, μέσα από τις πράξεις τους, και μοιάζουν αλληγορικές ενσαρκώσεις κομματιών της, συχνά ξένης προς εμάς, Αμερικανικής Ψυχής. Τοποθετημένοι στην καρδία του μεγάλου τελικά πρωταγωνιστή, της ίδιας της φύσης, οι χαρακτήρες σπρώχνονται στη δράση, στοχάζονται, απελπίζονται, και τελικά αλλάζουν. Προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο.
Ο Τζον Γουίλιαμς (1922-1994) ήταν Αμερικανός συγγραφέας και ακαδημαϊκός, γνωστός για την καθαρή, λιτή γραφή και την αριστοτεχνική σκιαγράφηση χαρακτήρων. Αν και κατά τη διάρκεια της ζωής του παρέμεινε σχεδόν άγνωστος, μεταθανάτια απέκτησε φήμη χάρη σε έργα όπως το Στόουνερ, το Πέρασμα του Μακελάρη και ο Αύγουστος. Τα βιβλία του εξερευνούν θέματα μοναξιάς, φιλοδοξίας, ηθικής και της αναπόφευκτης σύγκρουσης του ανθρώπου με τη μοίρα και τη φύση.