Η τελειότητα

Φωτογράφιση μιας γενιάς, των social media και το performative τρόπου ζωής

Όψιμος Αύγουστος λίγο πριν την εκπνοή του καλοκαιριού και μόλις έχω επιστρέψει από ολιγοήμερες διακοπές, πίσω στο κλεινόν άστυ, πίσω στην δουλειά, πίσω στην γλυκιά, αποχαυνωτική οικογενειακή ρουτίνα.
Είμαι από κείνους που ο απόηχος του ελληνικού καλοκαιριού τους αφήνει με ένα αίσθημα πηγαίου μίσους για την δουλειά, με μια υπαρξιακή αγωνία του που, του πώς και του γιατί. Το να πάω από το γραφείο μου, η ιδέα των αναπάντητων email και των ανοιχτών tickets στο Asana, του κώδικα που περιμένει να γραφτεί και των φρέσκων bugs που περιμένουν να σκάσουν, μου γεννούν σκέψεις περί κατεύθυνσης, καριέρας, ζωής, μια πηγαία αίσθηση φυγής και επιστροφής στη φύση.
Στα τριάντα πέντε μου, έχω αρχίσει να μοιάζω με γερογκρινιάρη που απλά ψάχνει λόγο να κλαφτεί. Κάποιοι θα έλεγαν πως είμαι από τους τυχερούς: στην Ελλάδα των μεταμνημονιακών χρόνων, το να είσαι προγραμματιστής με καλοπληρωμένη δουλειά, ευέλικτο ωράριο και δυνατότητα εργασίας πραγματικά από οπουδήποτε είναι προνόμιο. Όμως κάτι λείπει.
Ένα μεταμοντέρνο αίσθημα αλλοτρίωσης και ανολοκλήρωσης πλανάται πάνω από τη γενιά μας.
Οι millennials, ήμαστε μια γενιά που τα έχει όλα και τίποτα. Γεννημένοι σε έναν κόσμο κομφορμιστικής αφθονίας, γαλουχημένοι μέσα σε αλλεπάλληλες κρίσεις και εξωτικούς εγκλεισμούς, πιονέροι της ψηφιακής εποχής, κατά πλειοψηφία κοινωνεί μιας εσωτερικευμένης αίσθησης αναπόφευκτου, φτωχότεροι από τους προηγούμενους αλλά ξέρεις, μια μέρα θα πλουτίσουμε.
Είμαστε η γενιά του "side hustle" και του "personal brand", της "work-life balance" που δεν υπάρχει γιατί η ζωή έγινε δουλειά και η δουλειά έγινε ταυτότητα. Ονειρευόμαστε το digital nomadism ενώ κολλάμε στα corporate Slack channels. Μιλάμε για mindfulness ενώ τσεκάρουμε τα notifications κάθε τριάντα δευτερόλεπτα. Κάνουμε post για authentic living ενώ ζούμε τις ζωές μας μέσα από τη δικτατορία των αλγορίθμων.
Στην εποχή των εικόνων, επιφανειακά όλοι είναι επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι, μα συχνά, κάτι απροσδιόριστο που δεν κατονομάζεται μα υπάρχει υποσυνείδητα σαν μισοσχηματισμένη εικόνα, κυριαρχεί.
Είναι το φάντασμα της ανολοκλήρωσης που κρύβεται πίσω από κάθε perfectly filtered φωτογραφία, η σκιά της κενότητας που πέφτει πάνω από κάθε προσεχτικά κατασκευασμένο lifestyle. Είναι το αίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά, ακόμα και όταν όλα φαίνονται να πηγαίνουν τέλεια.Στα social media, όλοι ταξιδεύουν συνέχεια, όλοι τρώνε σε εστιατόρια που κοστίζουν όσο ένα μηνιάτικο, όλοι έχουν σχέσεις που μοιάζουν βγαλμένα από ρομαντικές κομεντί. Μα κάτι στα μάτια τους, αν προσέξεις πέρα από το Valencia filter, προδίδει μια απόλυτη εξάντληση. Είναι η κούραση του ανθρώπου που έχει μετατρέψει τη ζωή του σε content.
notion image
Και εδώ έρχεται ο Βιντσέντζο Λατρονίκο που με τη χειρουργική του ακρίβεια σκάβει κάτω από την επιφάνεια αυτής της ψηφιακής παράστασης, με το πιο viral βιβλίο του φετινού καλοκαιριού, την Τελειότητα. Με επιρροές από το Ζωή οδηγίες χρήσης του Περέκ, φωτογραφίζει την αστραφτερή καθημερινότητα που φαίνεται να ποθεί η γενιά μας, εστιάζοντας στα αντικείμενα, στις στιγμές, στο που και το πώς της σύγχρονης urban existence. O Λατρονίκο καταγράφει τη μικρο-μυθολογία της γενιάς του Instagram: τα τσιμεντένια γλαστράκια με τα παχύφυτα, τα vintage επιτραπέζια παιχνίδια, τα προσεκτικά διαλεγμένα coffee table books, τον φωτισμό που κάνει τα πάντα να φαίνονται σαν από εικόνα βγαλμένη από προσπέκτους του ΙΚΕΑ.
Η Άννα και ο Τομ, οι πρωταγωνιστές αυτής της σύγχρονης τραγωδίας, είναι το ιδανικό millennial ζευγάρι: νέοι, μορφωμένοι, ψηφιακοί νομάδες που έχουν καταφέρει να φτιάξουν ακριβώς τη ζωή που όλοι ονειρευόμαστε. Ζουν στο Βερολίνο - γιατί φυσικά ζουν στο Βερολίνο - σε ένα φωτεινό διαμέρισμα που μοιάζει να έχει βγει από Pinterest board. Η καθημερινότητά τους είναι ένας τέλειος συνδυασμός πολιτισμικού capital και σύγχρονης αισθητικής: εκλεπτυσμένα γεύματα που φωτογραφίζουν πριν φάνε, προοδευτικές πολιτικές συζητήσεις που τους κάνουν να νιώθουν ότι αλλάζουν τον κόσμο, σεξουαλικός πειραματισμός που επιβεβαιώνει την open-mindedness τους, και ατελείωτα parties με άλλους όμοιούς τους που κάνουν την ίδια exact ζωή στις υπόλοιπες hip γειτονιές της Ευρώπης.
Κάθε λεπτομέρεια στο διαμέρισμά τους είναι επιλεγμένη με τη σχολαστικότητα ενός art director, κάθε στιγμή της ημέρας τους είναι curated με την ακρίβεια ενός social media manager. Το αποτέλεσμα είναι μια ύπαρξη που μοιάζει τέλεια από έξω, αλλά στερείται κάθε spontaneity, κάθε αυθεντικότητας - μια ζωή που έχει γίνει μόνιμα performative.
Χωρίς να το πει, με μια στοχευμένη λακωνικοτητα που φαίνεται και στην λογοτεχνική ανάπτυξη του ζευγαριού που σαν χαρακτήρες παραμένουν επίτηδες χάρτινοι, ο Βιντσέντζο Λατρονίκο αναδεικνύει την επιφανειακή φύση τους. Δεν τους δίνει βάθος επειδή δεν έχουν. Όχι από αμέλεια ή λάθος του συγγραφέα, αλλά επειδή αυτή είναι η ουσία τους. Είναι προϊόντα του digital age, ανθρώπινα interfaces optimized για social media consumption. Τα συναισθήματά τους είναι τόσο mediated από τις οθόνες και τις εφαρμογές που έχουν χάσει τη σύνδεση με την άμεση εμπειρία. Όταν νιώθουν κάτι, το πρώτο τους ένστικτο δεν είναι να το επεξεργαστούν ή να το κατανοήσουν, αλλά να το μετατρέψουν σε content. Η θλίψη γίνεται μελαγχολικό Instagram story, η χαρά γίνεται post, η αγάπη γίνεται couple goals photo. Δεν ζουν τα συναισθήματά τους, τα brandάρουν. Και στη διαδικασία αυτής της αέναης μετατροπής της ζωής σε επικοινωνιακό υλικό, κάτι θεμελιώδες χάνεται: η ίδια η ικανότητα να είσαι παρών στη δική σου ύπαρξη.
Σύντομα, οι δύο τους συναντούν το φάντασμα που κρύβει η γενιά μας στην ντουλάπα. Καταλαβαίνουν υποσυνείδητα ότι κάτι λείπει, ότι η κατά τα άλλα τέλεια ζωή τους δεν είναι αρκετή. Πίσω από την τελειότητα, πίσω από τις ψηφιακές και τις φυσικές βιτρίνες, κρύβεται μια συλλογική κόπωση και ματαίωση, μια εσωτερίκευση του status quo και του τρόπου που λειτουργεί ο κόσμος, η αποδοχή του αναπόφευκτου και η απόρριψη κάθε αντικομφορμιστικής εναλλακτικής.
Αν και όροι όπως Millennials ή Generation Z, συχνά είναι ασφυκτικά γενικοί, βρίσκω, ίσως  λόγο προσωπικού βιώματος και συνάφειας με όλα τα jargons της online κουλτούρας και του ανοσιουργήματος που είναι το Linkedin, ότι η Τελειότητα περιγράφει άρτια την συλλογική εμπειρία μεγάλου μέρους της γενιάς μας. Περιγράφει τα άτσαλα βήματα μιας γενιάς που διανύει στην πραγματικότητα μια παρατεταμένη εφηβεία, μέσα σε ένα μετακαπιταλιστικό κατακερματισμένο κόσμο όπου μοιάζει να έχει κυριαρχήσει, ο συχνά καμουφλαρισμένος ατομισμός και έναν performative υλισμό. Δεν προσφέρει λύσεις και αντίδοτα, όμως, η αναγνώριση και η κατανόηση του προβλήματος είναι συχνά το πρώτο βήμα προς την αλλαγή.
Από τις εκδόσεις Loggia.