Στην πόλη μου δεν έχετε έρθει, αλλά το στιλ της το ξέρετε. Ένας κυκλικός κόμβος στην έξοδο κάποιας εθνικής οδού, μια βιομηχανική περιοχή, ένα μούλτιπλεξ με πέντε οθόνες κι όσες παμπ προλαβαίνουν να χτιστούν σ' έναν αιώνα – όλα μέσα σε δυόμισι τετραγωνικά χιλιόμετρα αστικών ορίων. Ο Ατλαντικός δεν απέχει πολύ· ούτε και τα παραμορφωμένα σαγόνια της ακτογραμμής με τα κατακλυσμένα από γλάρους ακρωτήριά της. Τα βράδια του καλοκαιριού στα βοσκοτόπια των περιφερειακών ενοριών, που μυρίζουν κοπριά, τα ζεν βοοειδή σηκώνουν τα κεφάλια τους και χαζεύουν τα οκτακύλινδρα ουρλιαχτά των πιτσιρικάδων που κάνουν κόντρες με τις πάντες στους επαρχιακούς δρόμους.
Είμαι νέος και δεν είμαστε πολλοί οι νέοι εδώ γύρω, αλλά ας πούμε ότι εμείς κάνουμε κουμάντο.
Η μικρή πόλη του Γκλάνμπεϊ βρίσκεται στην Ιρλανδία· τη θέση της όμως θα μπορούσε να πάρει μια οποιαδήποτε “άγονη επαρχεία” της Ευρώπης και τίποτα δε θα άλλαζε. Αργοί, σχεδόν βουκολικοί ρυθμοί, ανεργία και κακοπληρωμένες δουλειές, παρωχημένη και συντηρητική νοοτροπία, άτομα που ξέρεις από γεννησιμιού σου, οι τυχεροί που φεύγουν και εκείνοι που απομένουν εγκλωβισμένοι σε ένα γλυκόπικρο αποχαυνωτικο τέλμα χαμένο μέσα σε αβέβαιες βεβαιότητες. Όσοι μεγάλωσαν ή πέρασαν από τέτοιες πόλεις συλλαμβάνουν αμέσως το οικείο συναισθηματικό τοπίο που χαρακτηρίζει τόπους σαν το Γκλάνμπεϊ· σχηματίζουν εύκολα στο μυαλό τους την εικόνα ενός μέρους που μπορεί να αλλάξει όνομα, χώρα, δεκαετία, αλλά να παραμένει ένας τόπος που, με τα αρνητικά αλλά και τα θετικά του, σε κρατά χωρίς να το καταλάβεις — όχι γιατί δεν υπάρχει έξοδος, αλλά γιατί η έξοδος δεν είναι ποτέ απλή.
Οι νέοι βιώνουν τόπους σαν το Γκλάνμπεϊ πιο έντονα, πιο κλειστοφοβικά, ιδίως αυτοί που ζουν στο περιθώριο, πέρα από τη μεθώριο που φυλάει το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, οι μικροαπατεωνιές, οι ξεπερασμένες ασφυκτικές συμβάσεις. Όλα εκείνα που η καθωσπρέπει κοινωνία θα χρησιμοποιήσει για να τους χαρακτηρίσει Νεαρά Τομάρια. Άκριβώς όπως και στον ομώνυμο τόμο διηγημάτων του Κόλιν Μπάρετ, όπου η ζωή στην Ιρλανδική επαρχία δεν εξιδανικεύεται, αλλά αποτυπώνεται με ωμή τρυφερότητα και τραχύ ρεαλισμό.
Οι ήρωες του Μπάρετ μοιάζουν με πρόσωπα που μπορείς να συναντήσεις σε κάθε “Γκλάνμπεϊ”: νέοι σε αναμονή, βίαιοι, τρυφεροί, εγκλωβισμένοι, αστείοι μέσα στην απόγνωσή τους, πρόσωπα που προσπαθούν, αλλά παρά τις καλύτερες προθέσεις, αποτυγχάνουν. Είναι άνθρωποι της εργατικής τάξης, εκείνοι που καμία κοινωνική κινητικότητα δεν θα τους βοηθήσει να αποδράσουν από τον πάτο του βαρελιού. Βγάζουν πέρα τα προς το ζην απασχολούμενοι σε άχαρες καλοπληρωμένες δουλειές, σε κομπίνες συχνά στα όρια της νομιμότητας: μπράβοι σε νυχτερινά κλαμπ, βενζινοπώλες, επιστάτες, κακοποιοί, άνεργοι έμποροι ναρκωτικών. Είναι νεαροί άντρες που οι μόνες τους διεξοδοι είναι το σεξ, το αλκοόλ και η βία.
Οι Ιρλανδοί λογοτέχνες έχουν αυτό το κάτι, μια φυσική έφεση στη λογοτεχνία που φαίνεται να κρύβεται στα γονίδια του και ο Κόλιν Μπάρετ δεν αποτελεί εξαίρεση. Με τα Νεαρά Τομάρια, το πρώτο βιβλίο του που μεταφράζεται στα ελληνικά από την Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη για τις εκδόσεις Στερέωμα, καταφέρνει μέσα από τα επτά διηγήματα του βιβλίου να δημιουργήσει ένα σύγχρονο χρονικό της Ιρλανδική επαρχίας που όμως παρά τον τοπικό χαρακτήρα των ιστορικών που τοποθετούνται στην φανταστική πόλη του Γκλάνμπεϊ, κερδίζει μια οικουμενικότητα που διαπερνά τα στενά σύνορα της χώρας του. Ο Μπάρετ, με γραφή άμεση, ρεαλιστική και συχνά λυρική, που δεν λείπουν από αυτήν τα στοιχεία μαύρου χιούμορ, σκιαγραφεί χαρακτήρες χαμένους σε μια μελαγχολία που «προοικονομεί το κακό» και την συχνά σκοτεινή κατάληξη των ιστοριών τους. Η γραφή του θυμίζει κάτι από Ρέιμοντ Κάρβερ, με την οικονομία της, και κάτι από Ίρβιν Γουέλς, με την τραχύτητα και την παραβατικότητα των χαρακτήρων. Ωστόσο, η φωνή του είναι καθαρά δική του: μια φωνή ενός συγγραφέα που κοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα χωρίς φίλτρα.
Μια εξαιρετική συλλογή διηγημάτων από έναν φέρελπι Ιρλανδό συγγραφέα.
Ο Κόλιν Μπάρετ (Colin Barrett) γεννήθηκε το 1982 στο Μάγιο της δυτικής Ιρλανδίας, μια περιοχή που αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης για τη γραφή του. Σπούδασε αγγλική φιλολογία και εργάστηκε αρχικά στον χώρο της διαφήμισης, πριν στραφεί πλήρως στη λογοτεχνία. Το συγγραφικό του ντεμπούτο έγινε με τη συλλογή διηγημάτων Young Skins το 2013, η οποία απέσπασε θερμή κριτική αποδοχή και σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Φρανκ Ο'Κόνορ και το Guardian First Book Award. Με ιδιαίτερο ύφος που συνδυάζει τον ρεαλισμό με τη λυρικότητα και τη βίαιη τρυφερότητα, ο Μπάρετ θεωρείται σήμερα μία από τις πιο ελπιδοφόρες φωνές της σύγχρονης ιρλανδικής πεζογραφίας.