Στόμα γεμάτο χώμα

Μια υπαρξιακή, Βαλκανική, Οδύσσεια

Εκείνη τη στιγμή λαχταρούσε την ακαταμάχητη βουή των κυμάτων που σκάνε και διαλύονται στην ακτή, τις καθησυχαστικές σιωπές της μπουνάτσας, τις καυτές μέρες κατά τις οποίες στις σκούρες πέτρες λιώνουν τα βρύα κι από τα πολύ ώριμα, σκασμένα σύκα στάζει γλυκό σιρόπι. Λαχταρούσε το έντονο, σχεδόν οδυνηρό τραγούδι των αόρατων τζιτζικιών, τις βαριές, ερεθιστικές μυρωδιές του αλατιού, της πίσσας, του τηγανητού ψαριού, των ξεραμένων φυκιών, του ιωδίου, του κόκκινου κρασιού, του καμένου ελαιόλαδου. Λαχταρούσε τις ήσυχες νύχτες κάτω από τον χαμηλό ουρανό, που σαν ασημένια καμπάνα έλαμπε στην ανοιχτή θάλασσα. Λαχταρούσε κάποια έρημη παραλία του Νότου κοντά στην Μπούντβα, όπου, ξαπλωμένος στην καυτή άμμο, θα ήταν μόνος και ακίνητος, μεθυσμένος απ' όσα υπάρχουν, σαν τα πάντα να υπήρχαν ακριβώς και μόνο για εκείνον. Λαχταρούσε, τέλος, σχεδόν απεγνωσμένα, το ξαναμμένο, ξεδιάντροπο σώμα μιας γυναίκας, στης οποίας τα σπλάχνα, πεινασμένα από τον ήλιο και την αναμονή, θα βούλιαζε ολόκληρος, ξεχνώντας τον θάνατο και τον χρόνο.
notion image
Ο θάνατος και η φυγή. Δύο θεματικές που μαζί με τον έρωτα σχηματίζουν μια “Αγία Τριάδα” για την λογοτεχνία αλλά και για τις τέχνες γενικότερα. Άλλωστε, από την αυγή του χρόνου, γράφουμε ιστορίες για να ξορκίσουμε τον θάνατο. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Σέρβος συγγραφέας Μπράνιμιρ Στεπάνοβιτς με το πολυμεταφρασμένο πολυεπίπεδο αριστούργημά του, το Στόμα γεμάτο χώμα.
Ένας άντρας μαθαίνοντας τα νέα του επικείμενου θανάτου του, αφήνει την ζωή του στο Βουκουρέστι και επιβιβάζεται σε ένα τρένο με προορισμό τα βουνά του Μαυροβουνίου όπου μεγάλωσε. Πριν φτάσει στον προορισμό του, αποβιβάζεται από το τρένο, το οποίο του φέρνει στο νου αναμνήσεις και περιστατικά από τη ζωή του, και φεύγει πεζός προς τις ερημιές και τα βουνά πέρα στον ορίζοντα. Έχει πάρει απόφαση να πεθάνει με τους δικούς του όρους, ελεύθερος,  πίσω στον τόπο όπου γεννήθηκε, στα βουνά τις Ποντγκόριτσα.
Χαμένος στους δισταγμούς και τις αναστολές του διακόπτεται από δύο εκδρομείς που συναντά στο δάσος. Χωρίς να ανταλλάξει λέξη μαζί τους αρχίζει να τρέχει μακριά τους· δεν έχει χρόνο και όρεξη για εξηγήσεις. Εκείνοι, σπρωγμένοι από περιέργεια αλλά και από κάποια μεταφυσική δύναμη αρχίζουν να τον κυνηγούν στις πλαγιές και τους λόγγους τις Ποντγκόριτσα.
Ένα κυνηγητό χωρίς τέλος, που απλώνεται σε μια ολόκληρη μέρα, το οποίο για τον άντρα που ψάχνει το θάνατό του έρχεται για να επιβεβαιώσει και να δώσει νόημα στην επιλογή του, ενώ για τους διώκτες του, οι οποιοί πληθαίνουν με σχεδόν μαγικό τρόπο και από δύο καταλήγουν να γίνουν όχλος μεγάλος, η γνήσια περιέργεια που νιώθουν αρχικά μετατρέπεται σε οργή και τελικά σε θανάσιμο μίσος. Το κυνήγι καθρεφτίζει την κοινωνία: ο ένας ενάντια στο σύνολο, ο όχλος ενάντια στο διαφορετικό και σε καθετί εκτός νόρμας, η παράλογες ψευδευσθήσεις που κανονικοποιούνται και αυτοεπιβεβαιώνομαι.
Ο άντρας συνεχίζει να τρέχει και να ξεφεύγει. Τρέχει μέσα στα βουνά της παιδικής του ηληκίας, στην οργιώδη βλάστηση του καλοκαιριού, αναζωογωνείται και βρίσκει το δικό του μυστικό της ύπαρξης, θέλει, λίγο πριν πεθάνει να επιβιώσει, εκλιπαρει τους στοιχειωμένους του προγόνους να τον βοηθήσουν να ξαναζήσει.  Οι διώκτες, βλέποντας την έσχατη ακατανόητη προσπάθεια ενός ανθρώπου να ζήσει και να πεθάνει με τα δικά του μέτρα, αναθεωρούν, επανεκτυμούν, ίσως μπορεί και να καταλαβαίνουν.
Ο Μπράνιμιρ Στεπάνοβιτς, με το Στόμα γεμάτο χώμα, δημιουργεί ένα αλληγορικό υπαρξιακό μύθο, μια “βαλκανική οδύσσεια”, που καταφέρνει να μιλήσει για το θάνατο αλλά και τη ζώη. Μέσα από την παράλληλη αφήγηση όπου βλέπουμε εναλλάξ την οπτική του ανώνυμου πρωταγωνιστή και αυτή των αρχικών διωκτών του, δημιουργεί ένα καθηλωτικό και γεμάτο ένταση ρυθμό που βυθίζει τον αναγνώστη στην αγωνιώδη προσδοκία του θανάτου που, όσο γυρνάν οι σελίδες, τον νιώθει να πλησιάζει. Μια μαγευτική και συγκινητική ελεγεία για την ιδια την ανθρώπινη φύση και ύπαρξη.
Από τις εκδόσεις Κυψέλη.