Χαμογέλασα χωρίς να πω κάτι, ήθελα να έρθει κάποτε η στιγμή που δε θα κατάπινα τα λόγια μου. Ήθελα μια φορά να του φωνάξω πως σχεδίασα ένα ταξίδι στην άκρη του κόσμου για τη μνήμη εκείνης της Μελίβοιας. Άθλιε Οδυσσέα, πόσο χαιρόμουν την αγωνία σου για την τύχη εκείνης της Πηνελόπης……oι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν μονότονα. Κάθε βράδυ είχαμε κι ένα μικρό συμβούλιο κάτω από τη φεγγοβολή των άστρων. Ο Ύλακας, διαβάζοντας τον ουρανό, τόνιζε πως χρειαζόμασταν όχι μόνο τον Ζέφυρο αλλά και την πνοή ενός άλλου ανέμου, για να μας σπρώξει και λίγο προς τον Νότο. Αν, για παράδειγμα, είχαμε μια σύντομη και διακριτική επίσκεψη του Βορέα, αυτό θα ήταν για καλό, αφού η Τύρος, όπως μας εξηγούσε, βρισκόταν στο νότιο μέρος της χώρας των Φοινίκων και ήταν από τις πιο κοντινές πόλεις στο βασίλειο του Φαραώ.
Η μεγαλύτερή μας έγνοια ήταν το νερό, το λιγοστό της τροφής το είχαμε πια συνηθίσει. Είχαμε όλοι μας αδυνατίσει, ενώ κάποια απ' τα χέρια που δούλευαν τα κουπιά έδειχναν κυριολεκτικά σκελετωμένα. Τα μαλλιά και τα γένια μας, σκληρά απ' το αλάτι και την απλυσιά, δεν τα ανέμιζε πια ο Ζέφυρος. Οι τρίχες μας είχαν γίνει ένας άκαμπτος θύσανος, οι άκρες τους έμοιαζαν με τα νύχια των γλάρων. Το δέρμα μας είχε γίνει πιο σκληρό ακόμη κι απ' αυτό των προβάτων που γδέρναμε στο στρατόπεδο.
Όσο για τη μνήμη, κι αυτήν την είχε ξεράνει ο ήλιος. Εκείνος ο μεγάλος πόλεμος, το στρατόπεδο, οι αρουραίοι, όλα είχαν στεγνώσει και είχαν καταχωνιαστεί στο σκοτεινό κύτος του πλοίου. Κάποτε Αχαιοί και Τρώες σφάζονταν για χρόνια δίχως εμφανή αιτία. Κάποιες βασίλισσες άλλαζαν εραστές, ένας κακομαθημένος γιος μιας θεάς είχε πεισμώσει και δε μιλούσε σε κανέναν, και αμέτρητοι δούλοι είχαν αφήσει τα κόκαλά τους στις πιο αηδιαστικές αγγαρείες, με χιλιάδες αρουραίους να τριγυρίζουν ανάμεσα στις σκηνές και στα σκουπίδια. Αν είχαμε μερικούς τέτοιους στο καράβι, θα κάναμε γιορτή, θα τους θυσιάζαμε στον Σμινθέα Απόλλωνα, όπως θα έλεγε ο Μελισαγόρας, και θα τους τρώγαμε.
Τη μάνητα, θεά, τραγούδησε του γιου του Πηλέα, του Αχιλλέα,
τη φοβερή, που πλήθος Αχαιούς κακή πλημμύρα βρήκε,
και πλήθος αντρών γενναίων έστειλε στις μαύρες στράτες του Άδη
και, τον άντρα τον πολύτροπο, τραγούδησέ μου επίσης,
που σκόρπια τονε ρίξανε οι άνεμοι, καθώς πήγαινε
να γκρεμίσει της Τροίας το ιερό το κάστρο·
πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε το νου τους…
Από την Αινειάδα του Βιργιλίου μέχρι το Ulysses του Τζόυς, η ομηρική παράδοση διαπερνά τη δυτική λογοτεχνία ως υπόγειο ρεύμα που συνεχώς επιστρέφει στην επιφάνεια. Για τον Ισίδωρο Ζουργό, έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους σύγχρονους Έλληνες πεζογράφους, ο ομηρικός κόσμος αποτελεί επαναλαμβανόμενη πηγή έμπνευση: από τα Ανεμώλια, που λειτουργούν ως χαλαρή διασκευή των επών στη μοντέρνα εποχή, μέχρι τα πιο πρόσφατα Χάλκινα Κατώφλια, όπου η επιστροφή στον μύθο γίνεται άμεση και ριζική. Αντί να αρκεστεί σε αναφορές ή αντηχήσεις, ο Ζουργός επιχειρεί να ξαναδιηγηθεί την ιστορία από μέσα, να την αναδιατυπώσει από την οπτική γωνία εκείνων που δεν έχουν θέση στον ηρωικό κανόνα.
Στα Χάλκινα Κατώφλια, το δωδέκατο βιβλίο του, ο Ισίδωρος Ζουργός επιχειρεί μια επιστροφή στον ομηρικό κόσμο που είναι ταυτόχρονα πράξη ανάκλησης και αποδόμησης, και επαναπροσδιορίζει τα έπη κρύβοντας σε αυτά και την δική του μικρή ανατροπή. Τοποθετημένο στον δέκατο αιώνα π.Χ., το μυθιστόρημα ισορροπεί ανάμεσα στην εποχή που γράφτηκαν τα έπη και στην ύστερη εποχή του χαλκού που απεικονίζουν, αναζητώντας όχι την ιστορική ακρίβεια αλλά την αληθοφάνεια εκείνη που κάνει το μυθικό υλικό να ξαναζήσει. Ο τίτλος παραπέμπει τόσο στη χάλκινη εποχή όσο και στα χάλκινα κατώφλια των θεϊκών κατοικιών, στον χώρο δηλαδή όπου το ανθρώπινο συναντά το υπερβατικό, όπου η ιστορία γίνεται μύθος.
Αλλά το ριζικό στοίχημα του βιβλίου βρίσκεται στην επιλογή του αφηγητή. Ο Λύκαυστος δεν είναι ημίθεος ήρωας ούτε βασιλιάς των Αχαιών, είναι σκλάβος Παίονας, βάρβαρος κάτοικος των οχθών του Αξιού, που η μοίρα τον έριξε πρώτα στο στρατόπεδο των Τρώων και έπειτα, σε μια στροφή που μυρίζει σκηνική ειρωνεία, στην υπηρεσία του Οδυσσέα. Έξυπνος, παρατηρητικός, προικισμένος με το χάρισμα ή ίσως την κατάρα να ακούει τη Φωνή (των θεών; της προοικονομίας; του ίδιου του μύθου που δημιουργείται;), ο Λύκαυστος βλέπει τον Τρωικό Πόλεμο όχι ως θέαμα μεγαλείου αλλά ως μηχανισμό σφαγής. Τους θεούς τους αντιλαμβάνεται όχι ως προστάτες αλλά ως απρόβλεπτες και αδιάφορες δυνάμεις. Τους ήρωες τους βλέπει όχι ως υποδείγματα αλλά ως αιτίες καταστροφής.
Αυτή η οπτική γωνία “από τα κάτω” δίνει στο βιβλίο έναν αντιπολεμικό υπότονο που υποβόσκει διακριτικά, χωρίς να καταντά κήρυγμα. Ο πόλεμος δεν είναι η λαμπρή αρένα του κλέους αλλά το κολαστήριο των αρουραίων και των αγγαρειών. Οι ήρωες δεν είναι μόνο οι εκλεκτοί των θεών αλλά και τύραννοι, χειριστές, εξαπατημένοι άντρες που σπαταλούν ζωές για ιδιοτροπίες. Και όταν ο Οδυσσέας αδικεί τον σκλάβο του, εκείνος ορκίζεται εκδίκηση, μια εκδίκηση που δεν θα έρθει με το σπαθί αλλά με τον λόγο, με τον ψεύτικο χρησμό που θα στείλει τον βασιλιά της Ιθάκης στην αντίθετη κατεύθυνση από την πατρίδα του. Εδώ ο Ζουργός ανατρέπει την ομηρική αιτιολογία: δεν είναι ο Ποσειδώνας που καθυστερεί τη νόστο του Οδυσσέα αλλά ο φάλτσος χρησμός ενός ανώνυμου σκλαβου, ενός που δεν έχει θέση στον ηρωικό κανόνα.
Με τη φωνή του Λύκαυστου, μια φωνή που φέρει την ευαισθησία του σύγχρονου αναγνώστη, την ειρωνική απόσταση από το μεγαλείο και την αμφιβολία για τις μεγάλες αφηγήσεις, ο Ζουργός δημιουργεί έναν ομηρικό κόσμο γυμνό από δίπολα και ηθικές βεβαιότητες. Το βιβλίο γίνεται έτσι διπλό, μιλά για την εποχή του όσο και για την εποχή που απεικονίζει. Στον Λύκαυστο αναγνωρίζουμε τον σύγχρονο αναγνώστη που προσπαθεί να ανακτήσει τον μύθο όχι ως κληρονομιά αλλά ως ερώτημα, όχι ως νοσταλγία αλλά ως κριτική. Και σε αυτό το εγχείρημα ο Ζουργός επιτυγχάνει κάτι σπάνιο: να διατηρήσει τη μαγεία του αρχαίου κόσμου ενώ ταυτόχρονα την αποδομεί, να σεβαστεί τον μύθο ενώ τον ξαναγράφει.
Εδώ έγκειται το στοίχημα του βιβλίου: πώς κρατάς την ενάργεια, εκείνη την εικονική παρουσία που κάνει τον μύθο να ζει, χωρίς να συγκρύπτεις την απόσταση που μας χωρίζει από εκείνον τον κόσμο; Ο Ζουργός το πετυχαίνει γιατί η αποδόμησή του δεν εξουδετερώνει τη μαγεία αλλά την επαναφέρει στην αληθινή της διάσταση. Αφαιρεί το ιδεολογικό επικάλυμμα της νοσταλγίας, εκείνη την ψευδαίσθηση της απρόσκοπτης συνέχειας με το αρχαίο, για να αποκαλύψει τον μύθο όχι ως αποθήκη νοήματος αλλά ως χώρο διαπραγμάτευσης. Το μυστήριο παραμένει, αλλά μετατοπίζεται, δεν βρίσκεται στην απόκρυφη σοφία των αρχαίων αλλά στην ίδια τη σχέση μας με το παρελθόν, στον τρόπο που το καλούμε να μιλήσει ενώ γνωρίζουμε πως εμείς θα του δώσουμε φωνή. Ο Λύκαυστος γίνεται έτσι αναγνώσιμος ως μεταμοντέρνος ήρωας που κληρονομεί όχι κώδικες αλλά ερείπια και από αυτά οικοδομεί όχι αναπαράσταση αλλά μια ερμηνεία. Η μαγεία αναγεννιέται όχι ως πίστη αλλά σαν πρόκληση.
Από τις εκδόσεις Πατάκη.



