Όταν ο Ερνέστο σταμάτησε, η γυναίκα μας κοίταξε και τους τέσσερις και είπε «δεν ξέρετε ότι φέτος δεν έχει τρύγο;»
Ο Ερνέστο κι εγώ κοιταχτήκαμε έκπληκτοι. Η Ελοντί ξέσπασε σ' ένα γοητευτικό γέλιο, πολύ γοητευτικό παρά την κατάσταση. Ο Χ και ο Άλεξ θα πρέπει να ψυλλιάστηκαν κάτι και σταμάτησαν να χαμογελάνε και να κουνάνε καταφατικά το κεφάλι. Ξαφνικά φαντάστηκα αυτή τη σκηνή σαν να την έβλεπα απέξω: τέσσερις τύποι από τη βόρεια Μαδρίτη που είχαν διασχίσει την Ισπανία για να δουλέψουν στον τρύγο μάθαιναν εκείνη τη στιγμή, οι μισοί από αυτούς -γιατί οι δύο από αυτούς δεν καταλάβαιναν ακριβώς τι συνέβαινε-, ντυμένοι με απίθανα ρούχα, σ' ένα είδος μετααποκαλυπτικού θαλάμου με σαράντα εννιά βαθμούς Κελσίου, μάθαιναν, λέω, ότι δεν υπήρχε ούτε τρύγος ούτε δουλειά και ότι θα έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Δεν κρατήθηκα: μου ξέφυγε ένα ηχηρό γέλιο. Ο Ερνέστο μου έριξε ένα κεραυνοβόλο βλέμμα και ο Χ κι ο Άλεξ έμοιαζαν όλο και πιο μπερδεμένοι και κοιτάζονταν σαν να είχε ο ένας την απάντηση ή το μέρος της απάντησης που έλειπε από τον άλλο. Η Ελοντί, ωστόσο, γέλασε κι αυτή και μας εξήγησε ότι εκείνη τη χρονιά οι καταρρακτώδεις βροχές είχαν καταστρέψει τους αμπελώνες και θα τρυγούσαν λίγο και αργά, με λίγη τύχη τον Οκτώβρη. Tracassez, είπε, ή vous inquiétez pas ή κάτι τέτοιο, νομίζω, και μας ενημέρωσε ότι υπήρχαν πολλές άλλες δουλειές -όπως les poulets, les canards ή les cailles- στις οποίες χρειάζονταν δυνατά, υγιή και νέα παιδιά σαν κι εμάς. Φυσικά δεν πλήρωναν εξίσου καλά με τον τρύγο, αλλά είχαμε έρθει για να δουλέψουμε, non; Mais si, για να δουλέψουμε είχαμε έρθει κι έπρεπε να βγάλουμε τουλάχιστον τη βενζίνη που είχαμε ξοδέψει για να φτάσουμε μέχρι εδώ. Tout à fait, είπε η Ελοντί, με κατανόηση, tout à fait, και μας έδωσε κάτι αιτήσεις.
Τέσσερις νεαροί Μαδριλέζοι επίδοξοι συγγραφείς, ξεκινούν για ένα καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία προσδοκώντας να δουλέψουν στον τρύγο. Θέλουν να ζήσουν, να δουλέψουν σκληρά και να βιώσουν εμπειρίες που θα τροφοδοτήσουν τις πένες τους σαν να τανε ταυρομάχοι στην Παμπλόνα, μπίτνικς που διασχίζουν την Αμερική με ωτοστόπ ή εποχικοί φύλακες σε κάποιο κάμπινγκ στην Καταλονίας. Η πραγματικότητα που συναντούν όμως στην μικρή Γαλλική πόλη της Αιρ-συρ-λ’ Αντούρ δεν είναι όπως την περιμένουν: αντί για αμπέλια, βρίσκονται να δουλεύουν, μέσω γραφείων ευρέσεως εργασίας που νοικιάζουν αναλώσιμους gig-workers βγαλμένα από μια μετακαπιταλιστική δυστοπία, βρίσκονται να δουλεύουν σε εκτροφεία πουλερικών και σε γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες. Το κυνήγι της εμπειρίας φέρνει τους τέσσερις μετέφηβους πρωταγωνιστές πρόσωπο με πρόσωπο με τους καλά κρυμμένος εφιάλτες που συντηρούν τον μύθο της καπιταλιστικής αφθονίας, μια πίεση σχεδόν υπαρξιακή αναδύεται γεννόντας εντάσεις στις σχέσεις τους, οι αντοχές τους δοκιμάζονται και η αντίληψη τους για τον κόσμος αλλάζει.
Η μόνο τους παρηγορία και συνδετικός κρίκο είναι η γραφή, η τέχνη της αφήγησης. Κάτι που γεννά το αριστοτεχνικό γραμμένο μετα-μυθιστόρημα Ζωντανά Πλάσματα του ταλαντούχου Μουνίρ Ατσέμι, βιβλίο που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Ο Μουνίρ Ατσέμι, ανήκει σε μια γενιά που ενηλικιώθηκε λογοτεχνικά στα χρόνια της κρίσης που, όπως και στο ελληνικό αντίστοιχο, γκρέμισε βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις. Με τα ζωντανά πλάσματα, δημιουργεί ένα μέτα-αφήγημα που μπορεί να διαβαστεί και ως οικολογικός, μάλλον καπιταλιστικός στην πραγματικότητα, τρόμος αλλά και ως μια σπουδή πάνω στην ίδια την λογοτεχνία.
Χτισμένο αριστοτεχνικά, γραμμένο συνειδητά χωρίς μεταφορές και παρομοιώσεις, με ύφος που παραπέμπει σε Μπόρχες και Μπολάνιο, και με πάμπολλες λογοτεχνικές και pop αναφορές κρυμμένες στις σελίδες τους, το βιβλίο είναι το απολαυστικό απόσταγμα των εμπειριών του Ατσίμι, που κατάφερε να μετατρέψει την προσωπική απογοήτευση σε καθολική διάγνωση. Ο συγγραφέας αντλεί από τη δική του εμπειρία ως νέος που έζησε την οικονομική αβεβαιότητα για να στήσει ένα λογοτεχνικό καθρέφτισμα της εποχής μας. Αν ο Μουνίρ χρησιμοποιούσε συμβολισμούς θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι τυχαία η της Γαλλίας ως τόπο δράσης, μια χώρα που παραδοσιακά αποτελούσε προορισμό καλλιτεχνικής φυγής για τους νέους Ευρωπαίους δημιουργούς, και που τώρα γίνεται σκηνικό εκμετάλλευσης.
Ο Ατσέμι μας λέει ότι Στην μεταμοντέρνα εποχή, ο τρόμος δεν είναι ολοκαύτωμα, αλλά κάτι πολύ πιο προσωπικό και επίπονο. Σε μια εποχή όπου η λογοτεχνία συχνά καταφεύγει στη νοσταλγία ή τον κυνισμό, ο Ατσέμι επιλέγει έναν τρίτο δρόμο: την ανελέητη καταγραφή του παρόντος μέσα από το πρίσμα της μετα-αφήγησης. Οι τέσσερις Μαδριλέζοι που ξεκίνησαν αναζητώντας τη ζωή στα χωράφια της Γαλλίας, ανακαλύπτουν τελικά ότι η μόνη αυθεντική εμπειρία που απομένει είναι ;ίσως η ίδια η πράξη της γραφής, όχι ως ρομαντική απόδραση, αλλά ως μαρτυρία επιβίωσης. Το "Ζωντανά Πλάσματα" δεν προσφέρει παρηγοριά ούτε λύσεις, αλλά κάτι ίσως πιο πολύτιμο: την αναγνώριση ότι ακόμη και μέσα στη νεοφιλελεύθερη δυστοπία, η ανάγκη για αφήγηση παραμένει ζωντανή, επίμονη, αναγκαία. Το τελευταίο ίσως πραγματικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό σε έναν κόσμο που μας θέλει απλώς αναλώσιμους.
Ο Μουνίρ Ατσέμι (Munir Hachemi) είναι Ισπανός συγγραφέας με καταγωγή από την Αλγερία, γεννημένος στη Μαδρίτη το 1989. Ανήκει σε μια γενιά δημιουργών που ενηλικιώθηκαν μέσα στην κοινωνικοοικονομική κρίση της Ισπανίας, γεγονός που διαμόρφωσε έντονα τόσο τη θεματική όσο και την οπτική του στη λογοτεχνία. Το έργο του χαρακτηρίζεται από πειραματισμό με τις φόρμες, ευφυή χρήση μετα-αφήγησης και έντονη κοινωνικοπολιτική ματιά, ενώ συχνά αντλεί υλικό από προσωπικές εμπειρίες εργασίας και περιπλάνησης. Το 2018 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Los Párpados («Τα Βλέφαρα»), ενώ το Animales vivos («Ζωντανά Πλάσματα»), που κυκλοφόρησε το 2021, καθιέρωσε τη φήμη του ως μίας από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης ισπανόφωνης πεζογραφίας. Στα έργα του, η αφήγηση λειτουργεί ως εργαλείο καταγραφής της εργασιακής εκμετάλλευσης, της κοινωνικής αποξένωσης και της αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο μετακαπιταλιστικών βεβαιοτήτων που καταρρέουν.