Η τράτα των παιδιών

6 λεπτά Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2025 Από Ρομπέρτο Σαβιάνο
Ενδιαφέρον
Η τράτα των παιδιών
Μια εφηβική συμμορία στην Νάπολη εισχωρεί στον σκοτεινό κόσμο της Καμόρα.

Η Νάπολη δεν είναι μόνο η μυστηριώδης και όμορφη πόλη των αρχαίων μνημείων που μαρτυρούν χιλιετίες πολιτισμού, ούτε το δεκάλεπτο ταξίδι στο Βεζούβιο που υπόσχεται κάθε τουριστικός οδηγός ή η πύλη για τον μυθικό κόλπο του Αμάλφι. Είναι, προπαντός και πρωτίστως για τους ντόπιους, ο τόπος όπου το οργανωμένο έγκλημα έχει μεταλλαχθεί σε κοινωνική δομή, όπου η Καμόρα έχει διαποτίσει κάθε πτυχή της καθημερινότητας με τέτοιο τρόπο που η διάκριση ανάμεσα στο νόμιμο και το παράνομο καθίσταται σχεδόν αδύνατη. Αντίθετα με τη σικελική μαφία που λειτουργεί ως μονολιθικός θεσμός με αυστηρή ιεραρχία, κώδικα τιμής και οικογενειακή συνέχεια, με κεντρική διοίκηση που επιβάλλει ενότητα και πειθαρχία, η Καμόρα που είναι οργανωμένη οριζόντια, αποτελεί ένα αρχιπέλαγος δεκάδων αυτόνομων ομάδων που αντιμάχονται διαρκώς για έδαφος, αγορές, εξουσία. Δεν υπάρχει “capo di tutti capi”, δεν υπάρχει κεντρική εξουσία αλλα, κάθε “σύστημα” όπως ονομάζονται οι οικογενειακές οργανώσεις, ελέγχει τη δική του περιοχή, διεξάγει τις δικές του συμμαχίες και πολέμους, λειτουργεί ως ανεξάρτητη επιχείρηση με δικούς της κανόνες. Αυτή η αποκέντρωση δεν είναι αδυναμία αλλά ένα πλεονέκτημα που κάνει την Καμόρα άτρωτη σε τυχόν χαμό της ηγεσίας, απρόβλεπτη στις κινήσεις της, ικανή να αναγεννιέται συνεχώς. Η κοινωνική διείσδυση είναι ολοκληρωτική, με την Καμόρα να αποτελεί για τις φτωχές συνοικίες όπως Σκαμπία, Σεκοντιλιάνο, Ριόνε και Σανιτά όχι εξωτερικό κίνδυνο αλλά έναν εσωτερικό ιστό που παρέχει δουλειές εκεί που το κράτος έχει παραιτηθεί, επιβάλλει τάξη εκεί που η αστυνομία απουσιάζει, προσφέρει ταυτότητα και ανήκειν σε νέους χωρίς μέλλον. Ταυτόχρονα καταπιεστής και προστάτης, εκμεταλλευτής και εργοδότης, τύραννος και οικογένεια, η Καμόρα εμφανίζει μια ιδιαίτερη οργανική ενσωμάτωση στον κοινωνικό ιστό που την καθιστά πολύ πιο ριζωμένη και ανθεκτική από οποιαδήποτε άλλη μαφιόζικη οργάνωση.

Article image

Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο γεννήθηκε το 1979 μέσα σε αυτό το σύμπαν και επέλεξε να το μετατρέψει σε μαρτυρία. Ήταν είκοσι επτά ετών όταν δημοσίευσε το “Γομόρρα”(2006), το βιβλίο που άλλαξε για πάντα τη ζωή πουλώντας δέκα εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως αλλά κυρίως του χάρισε μια θανατική καταδίκη χωρίς εκτέλεση. Από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο και μεταμορφώθηκε σε ένα είδος λαογράφου της Καμόρα, ζει υπό συνεχή αστυνομική προστασία, μετακινείται με θωρακισμένα οχήματα, κοιμάται σε ξενώνες των δυνάμεων ασφαλείας, αλλάζει διεύθυνση κάθε λίγες εβδομάδες καθώς η Καμόρα τον έχει επικηρύξει. Αυτή η ζωή στη σκιά, σε μια αέναη φυγή, δεν τον έχει σωπάσει αλλά αντιθέτως, ο Σαβιάνο την έχει μεταμορφώσει σε αφηγηματική ύλη, σε ηθικό χρέος, σε μια υπαρξιακή κατάσταση που τροφοδοτεί το έργο του. Ο συγγραφέας δεν είναι ούτε δημοσιογράφος με την παραδοσιακή έννοια (αν και έχει ασκήσει το επάγγελμα) ούτε μυθιστοριογράφος με τη στενή σημασία του όρου. Είναι κάτι ενδιάμεσο και ταυτόχρονα κάτι πολύ πιο ριζοσπαστικό, ένας χρονικογράφος μιας πραγματικότητας που ξεπερνά κάθε φαντασία, μάρτυρας που πληρώνει το τίμημα της αλήθειας με την προσωπική του ελευθερία, θεωρητικός ενός καπιταλισμού που έχει συγχωνεύσει τη νομιμότητα με το έγκλημα.

Το στυλ του που είναι πυκνό, εμμονικό, σχεδόν ποιητικό στην απελπισία του, δεν αποστασιοποιεί τον αναγνώστη αλλά τον βυθίζει στα σπλάχνα της βίας με την αμεσότητα του λυρικού λόγου και τη σκληρότητα της κλινικής παρατήρησης. Το «Γομόρρα» είναι γραμμένο με ένα είδος γραφής που θυμίζει το “non-fiction μυθιστόρημα” του Τρούμαν Καπότε προσάρμοζοντας το στην ιταλική πραγματικότητα με έναν τρόπο που ο ίδιος ο Σαβιάνο περιγράφει ως «letteratura della realtà». Στα επόμενα βιβλία του, “Το αντίθετο του θανάτου”, “Η Ομορφιά και ο Κόλαση”, “μηδέν μηδέν μηδέν ή πώς η κοκαίνη κυβερνά τον κόσμο”, συνέχισε να χαρτογραφεί το παγκόσμιο δίκτυο της εγκληματικής οικονομίας, να αποκαλύπτει τη σύνδεση ανάμεσα στην υψηλή χρηματοδότηση και τη χαμηλή βία, να δείχνει πώς το αίμα που χύνεται στις ναπολιτάνικες πιάτσες αρδεύει τις αγορές από το Μιλάνο ως τη Νέα Υόρκη. Κάθε του βιβλίο είναι πολιτική πράξη και όχι μόνο λογοτεχνικό τεχνούργημα, η επικήρυξη του ένα παράσημο δίπλα στα λογοτεχνικά του έργα.

Στη “Τράτα των Παιδιών” (“La paranza dei bambini”) επιστρέφει σε ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της ναπολιτάνικης τραγωδίας, αυτό της εμπλοκής των ανηλίκων στο οργανωμένο έγκλημα. Το βιβλίο αποτυπώνει τη ζωή των “παρανζέ”, των παιδιών-στρατιωτών που η Καμόρα στρατολογεί, οπλίζει και θυσιάζει στις ατέρμονες διαμάχες για τον έλεγχο των συνοικιών. Η λέξη “paranza” αντιστοιχεί στην παραδοσιακή ψαρόβαρκα που χρησιμοποιεί το δίχτυ τράτα για τη νυχτερινή αλιεία, αλλά στην αργκό της Νάπολης έχει μετατραπεί σε όρο που φωτογραφίζει τις νεανικές συμμορίες, εκείνα τα αιμοσταγή σμήνη εφήβων που κυνηγούν τη δύναμη και τον θάνατο στα στενά του ιστορικού κέντρου. Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται ο Νικολά Μάρανζα, ένα έφηβο αγόρι από τη Σανιτά που ονειρεύεται να γίνει αφεντικό, να κατακτήσει τη συνοικία, να αποκτήσει το σεβασμό που δεν του έδωσε ποτέ η οικογένεια ούτε το σχολείο ούτε η κοινωνία. Μαζί με την παρέα του, τον Αγκοστίνο, το Μπισκοτάκι, τον Ντρόνε, τον Μπριάτο, αποφασίζει να σχηματίσει τη δική τους τράτα, να πάρει στα χέρια τους τα όπλα, να ανατρέψει τους παλιούς, να ορίσει εκ νέου τους κανόνες του παιχνιδιού.

Η “Τράτα των Παιδιών” είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με ανεστραμμένη πολικότητα καθώς έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία όχι ωρίμανσης αλλά κατάρρευσης, όχι μιας  κατάκτησης της ηθικής αυτονομίας αλλά της υποταγής σε έναν άγριο κώδικα που οδηγεί μόνο στο αίμα. Ο Σαβιάνο περιγράφει με σχεδόν εθνογραφική ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο αυτά τα παιδιά οργανώνουν τον κόσμο τους, πώς μοιράζουν τις πιάτσες ναρκωτικών, πώς διαπραγματεύονται συμμαχίες με άλλες τράτες, πώς μαθαίνουν να χειρίζονται όπλα πριν καν χειριστούν ξυραφάκι, πώς μετατρέπουν τη βία σε καθημερινή γλώσσα επικοινωνίας. Τα scooter που τρέχουν στα στενά, τα κινητά τηλέφωνα που χτυπούν με κωδικούς, οι φόρμες Nike και οι καινούργιες μηχανές που αγοράζουν με τα πρώτα κέρδη, τα Instagram stories που δείχνουν όπλα και χρήματα, ο Σαβιάνο καταγράφει με σκληρή τρυφερότητα αυτόν τον εφηβικό κόσμο όπου η επιθυμία για αναγνώριση και ο φόβος του θανάτου συνυπάρχουν στην ίδια αναπνοή. Δεν εξιδανικεύει ούτε δαιμονοποιεί αλλά δείχνει πώς η φτώχεια, η έλλειψη προοπτικής, η απουσία πατρικών φιγούρων και ο θαυμασμός για μια παραμορφωμένη αρρενωπότητα δημιουργούν μια στρατιά από εφηβικά θύματα-θύτες που αναπαράγουν τη βία σαν γενετικό κώδικα.

Η Τράτα των παιδιών του Ρομπέρτο Σαβιάνο, δεν κυνηγά λογοτεχνικές κορυφές. Η γοητεία αλλά και η επιτυχία του κρύβεται στον στυγνό ρεαλισμό του, στην κυνική απεικόνιση της παρανομίας χωρίς ρομαντισμούς και ωραιοποιήσεις. Δεν υπάρχει εδώ ο ευγενής εγκληματίας του Κόπολα, δεν υπάρχει η μελαγχολική νοσταλγία του Ντε Σίκα, δεν υπάρχει καν η ηρωική αντίσταση ενάντια σε ένα άδικο σύστημα. Υπάρχει μόνο μία παρέα αφελών εφήβων και η καθημερινή, βαρετή, ανούσια βία, ο φόνος που εκτελείται όχι από πάθος αλλά από ψυχρή επιχειρηματική λογική, το παιδί που πυροβολείται στο κεφάλι επειδή πουλούσε χασίς στο λάθος τετράγωνο, η μητέρα που θάβει το γιο της στα δεκαέξι και δεν τολμά να κλάψει δυνατά γιατί η Καμόρα δεν ανέχεται δημόσια δείγματα αδυναμίας. Υπάρχει μόνο η επόμενη τράτα, το επόμενο δεκαπεντάχρονο παιδί που θα σηκώσει το όπλο, η επόμενη μητέρα που θα φορέσει μαύρα.

Κατηγορίες: Crime