Αποφασίζω να κάνω μια μικρή παράκαμψη προς την Ερμού. Γύρω μου, Γιαπωνέζοι, κυρίως, τουρίστες, άλλοι με το κινητό στο χέρι κι ανοικτό GPS, άλλοι με χάρτες. Δεν ακούς ελληνικά αυτές τις μέρες. Αρκετοί από δαύτους έχουν συγκεντρωθεί στον Μπαϊρακτάρη. Ανάμεσά τους, δύο ζευγάρια λαϊκών, όμοιοι με εκείνους που χαλούσαν την αισθητική σου σε άλλες χώρες. Βερμούδα μπαλόνι, μπλούζα πανέρι, φθηνά παπούτσια. Λαϊκά κορίτσια και οι τυλίχτριες, μου θύμισαν ΚΤΕΛ, με τα βρισίδια τους, τα παρατεταμένα «αααα» και «εεεε», που μπορεί να υποκρύπτουν τρία ρήματα ταυτόχρονα.
Αυτός είναι ο λαϊκός κόσμος. Δεν είναι μια εξωραϊσμένη συμμορία αγγέλων. Έχουν γωνίες και ελλείμματα οι άνθρωποί του, σάρκα και κόκαλα. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να μένουν στη ζώνη του υπαλλήλου, το προσπαθούν, αλλά η κοινωνική κινητικότητα είναι παραμύθι αρχαίο. Οι περισσότεροί τους, από το Παλέρμο ως την Αθήνα, κι από τη Νάπολη ως τη Μασσαλία, πίνουν Κόκα-Κόλα, κάθονται σε πλαστικές καρέκλες, ρουφάνε τον ίδιο καφέ, βρέξει-χιονίσει, σφίγγουν τα δόντια, τρώνε με μπουκωμένο στόμα και βρίζουν συχνά (μην εμπιστεύεσαι ποτέ ανθρώπους που δεν βρίζουν). Αλλά βρίσκονται εδώ, μόνιμα εδώ. Πονάνε, μετράνε την κούραση του διπλανού, χαμογελάνε αθώα ή πονηρά, για κάποιον λόγο, ψήνουν δεύτερη φορά ψωμί, για εσένα που τους πήγες το πιάτο, γιατί έχουν μετρήσει τον πελάτη. Τα κορίτσια εδώ σκάνε χαμόγελο, και μόνο επειδή τα ρώτησες εάν αντέχουν, με τόση ζέστη. Και συνεχίζουν. Πάντα συνεχίζουν.
Ένας άντρας τριγυρνάει στο καθαρτύριο που είναι η Αθήνα κάθε Αύγουστο. Από τη Δουλειά στο σπίτι, στις γειτονιές και στο ιστορικό κέντρο, στο καμίνι που βρίθει από τουρίστες και ξεχασμένους μεροκαματιάριδες που δεν μπόρεσαν να αποδράσουν έγκαιρα, ο Νίκος Μαρκάτος περιπλανίεται, παρατηρεί με κινηματογραφική ακρίβεια, καυτηριάζει κριτικάρει και αποδομεί μια πόλη και ένα λαό που έχουν αλλάξει χάρη στον αντικυκλώνα της μετανεωτερικότητας, πάνω από όλα αυτοσαρκάζεται και ψάχνει τον κατακερματισμένο του εαυτό.
Ταυρομάχοι και παίκτες του NBA, οι ανθρωπογεωγραφία των φύλλων της πρωτεύουσας, αύγουστος στην Αθήνα. Οι σκέψεις του Νίκου Μαρκάτου πετάνε, κάνουν γκελ και από την Αθήνα των μεταφέρουν στην Σικελία και στην αλμύρα. Στην αιτία του “πένθου” του, σε εκείνη.
Πανταχού παρούσα σε αυτό τον περίπατο “φθηνά τσιγάρα” για έναν, η εικόνα εκείνης, αυτής της οποία η ανάμνηση τον συντροφεύει στον ύπνο του και στον ξύπνιο του. Τα σμπαράλια μιας πρόσφατα θρυμματισμένης σχέσης και μαζί οι μνήμες του κοινού τους βίου, αιτίες του αναστοχασμού: ο Μαρκάτος επιχειρεί να αποδομήσει εκείνη, τον εαυτό του, και τελικά την ίδια την καυτή πόλη που βρίσκεται γύρω του.
O δημοσιογράφος Βαγγέλης Μαρινάκης συστήνεται στο αναγνωστικό κοινό με το Ματαδόρ, ένα βιβλίο που μιλάει με άμεσο τρόπο στους millenials. Αποδομεί και ξεγυμνώνει τις ανησυχίες τους, τα άγχοι τους και τα βιώματα τους αντιπαραθετοντάς τα με αυτά του πρωταγωνιστή, μεταφέροντας του στο οικείο σκηνικό ενός τόπου που αλλάζει με ραγδαίου ρυθμούς, της πρωτεύουσας. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ντυμένη με την οργή και το πένθος του Νίκου Μαρκάτου, είναι ίσως συχνά κάπως edgy, “τουιτερική” και βαρυφορτωμένη με ατάκες, αλλά σίγουρα διαισθητική, κοφτή και on point, κάνει το ολιγοσέλιδο κείμενο να ρέει και να διαβάζεται μονορούφι.
O Βαγγέλης Μαρινάκης μεγάλωσε στην Κόρινθο και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Από το 2020 εργάζεται ως δημοσιογράφος στον ηλεκτρονικό και έντυπο Τύπο καλύπτοντας διεθνές και καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Το «Ματαδόρ» είναι το πρώτο του βιβλίο.