Στην Ανταρκτική, στο τεταρτημόριο 612 του γαλλικού τομέα, τα μέλη μιας επιστημονικής αποστολής προσπαθούν να πάρουν δείγματα πάγου από όσο πιο βαθιά μπορούν. Το σημείο που κάνουν μετρήσεις έχει στρώματα πάγου χιλίων μέτρων με τα βαθύτερα από αυτά να έχουν σχηματιστεί 900.000 χρόνια πριν. Και τότε, τα μηχανήματα τους ανιχνεύουν το αδιανόητο, ένα σήμα που έρχεται από τα βάθη, από τα έγκατα της γης κάτω από τον παγετώνα.
Στις συντονισμένες προσπάθειες από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα που συνεργάζεται για πρώτη φορά αρμονικά, ανακαλύπτονται αρχαία ερείπια διατηρημένα κάτω από τον πάγο που διαλύονται όταν έρχονται σε επαφή με το σήμερα και, κάτω από αυτά, ακόμη πιο βαθιά, μια μυστηριώδης τεράστια κατασκευή σε σχήμα αυγού φτιαγμένη από χρυσό ανυπολόγιστης αξίας. Μέσα της: ένας άντρας και μια γυναίκα 900.000 ετών σε κρυογονικό ύπνο και μαζί τους η ανάμνηση ενός πανάρχαιου τεχνολογικά προηγμένου πολιτισμού.
Όταν οι επιστήμονες ανανήπτουν την γυναίκα που ονομάζεται Ελεά, μέσα από τη φωνή της αρχίζει να αναδύεται ένας κόσμος που δεν είναι φανταστικός αλλά ενοχλητικά οικείος, ένας κόσμος υπέρτερος σε γνώση και τεχνολογία που δεν κατέρρευσε από κάποια φυσική καταστροφή αλλά από την ίδια του τη λογική, από τον διχασμό, τον ανταγωνισμό και την πίστη ότι η δύναμη προηγείται της ευθύνης. Έναν κόσμο που μοιάζει να κάνει τα ίδια λάθη με την ανθρωπότητα σήμερα.
Ο Ρενέ Μπαρζαβέλ (1911-1985), ένας από τους πρωτοπόρους της γαλλικής επιστημονικής φαντασίας, έγραψε τους Εραστές του Πάγου το 1968, λίγο πριν τις Φοιτητικές εξεγέρσεις του Μάη και εν μέσω ψυχροπολεμικής φρενίτιδας. Το μυθιστόρημα, που αρχικά συλλήφθηκε ως σενάριο για μια κινηματογραφική υπερπαραγωγή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ λόγω της απροθυμίας της γαλλικής βιομηχανίας να επενδύσει στην επιστημονική φαντασία, εξελίχθηκε σε λογοτεχνικό κείμενο και εν συνεχεία σε cult classic, διαποτισμένο από το αντιπολεμικό πνεύμα και τη δυσπιστία απέναντι στην εξουσία. Στον πυρήνα του έργου, κάτω από την φαινομενικότητα της επιστημονικής ανακάλυψης και την περιπέτεια, είναι η τάση της ανθρωπότητας για αυτοκαταστροφή. Η τεχνολογία, η κρυογονική, οι χαμένοι πολιτισμοί λειτουργούν ως αφηγηματικά εργαλεία· ο πραγματικός πυρήνας του Μπαρζαβέλ είναι η επαναληπτικότητα της Ιστορίας και η αδυναμία του ανθρώπου να ξεφύγει από τη βία που ο ίδιος γεννά. Το σοκ δεν βρίσκεται τόσο στην αποκάλυψη ενός πολιτισμού 900.000 ετών, όσο στο πόσο γνώριμος μοιάζει αυτός ο "αρχαίος" κόσμος: πολιτική πόλωση, ιδεολογική τύφλωση, τεχνολογία που προηγείται ηθικά της κοινωνίας που τη χρησιμοποιεί.
Στις εσχατολογικές συνειδητοποιήσεις που κρύβει το έργο, ο έρωτας του παγωμένου ζευγαριού λειτουργεί ως αντίστιξη, αλλά όχι σαν εύκολη λύτρωση. Δεν είναι ο ρομαντικός έρωτας που "σώζει τον κόσμο" αλλά ένας απόλυτος, σχεδόν μεταφυσικός αλλόκοτος δεσμός, που αποκτά νόημα ακριβώς επειδή το συλλογικό έχει αποτύχει. Ο Μπαρζαβέλ, με το ζευγάρι που θυμίζει Τριστάνο και Ιζόλδη της επιστημονικής φαντασίας, μάς θυμίζει ότι οι πολιτισμοί δεν καταρρέουν επειδή λείπει η αγάπη, αλλά επειδή η αγάπη, όπως και κάθε άλλη ανθρώπινη αρετή, δεν αρκεί μπροστά στην οργανωμένη βία, στην ιδεολογική τύφλωση, στην πεποίθηση ότι ο άλλος είναι εχθρός. Αυτό που μένει στο τέλος δεν είναι η νίκη της αγάπης, αλλά η τραγική της επιμονή να υπάρχει παρά την καταστροφή, μιας επιμονής που κάνει το βιβλίο να μην είναι απλά μια προειδοποίηση, αλλά μια ελεγεία για όλα όσα χάνονται όταν οι άνθρωποι επιλέγουν τον πόλεμο αντί της κατανόησης.
Παρά την επικαιρότητα των θεμάτων του, το έργο φέρει ανεξίτηλα τα σημάδια της εποχής του, κάτι που μπορεί να ξενίσει μερίδα σύγχρονων αναγνωστών. Η επιστημονική του υπόσταση είναι περισσότερο ρομαντική παρά τεχνοκρατική, με τον Μπαρζαβέλ να βρίσκεται πολύ πιο κοντά στην ποιητική αδειοδοσία του Μπράντμπερι παρά στην επιστημονική ακρίβεια του Ασίμοφ. Η ανακάλυψη ενός αρχαίου ανθρώπινου πολιτισμού 900.000 ετών ξαναγράφει την επιστημονική ιστορία ακόμα και για τα δεδομένα του 1968 με τρόπο που καταστρέφει την εμβύθιση του. Όσοι αναζητούν το σκληρό επιστημονικό στοιχείο, την ακρίβεια του hard sci-fi, θα βρουν αντί αυτού μια pulp αισθητική που δεν κρύβεται: μεγάλα συναισθήματα, απλοποιημένες πολιτικές αντιθέσεις, έναν ερωτισμό που φλερτάρει επικίνδυνα με το μελό. Η απεικόνιση της πανέμορφης Ελεά, ειδικότερα, με το αγγελικό της σώμα που περιγράφεται με έκδηλη ανδρική ηδονή, φλερτάρει με το κιτς και περνά μόνο αν η πρόθεση είναι σατιρική.
Το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στην αρχή, στις σελίδες εκείνες όπου το σήμα ανιχνεύεται κάτω από τον πάγο της Ανταρκτικής. Εκεί ο Μπαρζαβέλ αγγίζει κάτι πιο βαθύ, μια ατμόσφαιρα ανατριχίλας που συγγενεύει με τα Βουνά της Τρέλας του Λάβκραφτ: το ίδιο αίσθημα του απροσμέτρητου χρόνου, ο ίδιος τρόμος μπροστά σε κάτι που δεν θα έπρεπε να είχε διατηρηθεί, η ίδια ανθρώπινη αλαζονεία που τολμά να ξυπνήσει αυτό που κοιμόταν στα παγωμένα σπλάχνα της γης. Εκεί, στην αναμονή πριν την αποκάλυψη, το έργο κερδίζει το δικαίωμά του να θεωρείται κλασικό — όχι παρά τις αδυναμίες του, αλλά μαζί με αυτές, ως μαρτυρία ενός συγγραφέα που κατάφερε να συλλάβει την ανησυχία της εποχής του. Και να τη μετουσιώσει σε μια ιστορία που, παρά τη χρονική της απόσταση, εξακολουθεί να μιλά στο σήμερα.



