Το 1945, στο Club Maintenant της οδού Saint-Benoît, σε ένα Παρίσι που μόλις είχε αφήσει πίσω του τον πόλεμο, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ επιχειρεί υπερασπιστεί την ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος στην ελευθερία του. Η ομιλία εκείνη, που επανακυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα υπό τον τίτλο Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός, αποτελεί ίσως το πιο προβληματικό και ταυτόχρονα το πιο αποκαλυπτικό κείμενο της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ένα έργο που κουβαλάει τη δόξα και την αμαρτία της απλοποίησης.
Ο Σαρτρ, που έζησε τον πόλεμο ως αιχμάλωτος αλλά και ως μέλος της Αντίστασης, δύο χρόνια νωρίτερα είχε δώσει στον κόσμο το ογκώδες Το Είναι και το Μηδέν, το θεμελιώδες φιλοσοφικό οικοδόμημα όπου το "είναι-εν-εαυτώ" συναντά το "είναι-για-εαυτό" σε μια διαλεκτική που καθιστά την ανθρώπινη συνείδηση αιώνια ελλιπή και αιώνια ελεύθερη, ένα έργο που καθόρισε τη χαλαρά ορισμένη “σχολή” του υπαρξισμού και που συνάντησε σφοδρή κριτική από κάθε πλευρά. Οι χριστιανοί τον κατηγορούσαν για απελπισία, οι μαρξιστές για ατομικισμό, οι συντηρητικοί για ηθικό σχετικισμό. Και ο Σαρτρ αποφάσισε να απαντήσει παρουσιάζοντας τον υπαρξισμό σε μια πιό εκλαϊκευμένη μορφή.
Η διάλεξη του Σαρτρ είναι μια προσπάθεια να μετατραπεί η πυκνή, φιλοσοφική γλώσσα του “Είναι και το Μηδέν”, σε πιο προσιτή μορφή, απαντώντας παράλληλα στους κριτικούς του και κυρίως στους μαρξιστές με τους οποίους ήλπιζε να συμπορευτεί. Η φράση "η ύπαρξη προηγείται της ουσίας", φράση σήμα κατατεθέν του υπαρξισμού, αποκτά μια σαφήνεια που ταυτόχρονα διαφωτίζει και συγκαλύπτει τις βαθύτερες πολυπλοκότητες της υπαρξιστικής οντολογίας. Για τον Σαρτρ άνθρωπος πρώτα υπάρχει, συναντά τον εαυτό του, ξεπηδά στον κόσμο, και μετά φτιάχνει την εικόνα του. Πίσω από αυτή τη δήλωση κρύβεται μια αντιστροφή της δυτικής μεταφυσικής, μια απόρριψη κάθε τελεολογίας, κάθε προκαθορισμένης ανθρώπινης φύσης, κάθε θεϊκού σχεδίου, καθώς η δημιουργία του εαυτού αλλά και η επιλογή αυτού του εαυτού, με όλη την υπαρξιακή αγωνία αυτής της επιλογής, γίνεται ο μόνος τόπος πάνω στο οποίο μπορεί να σταθεί ο άνθρωπος. Ο μόνος ανθρωπισμός.
Και όμως, αυτή ακριβώς η αγωνία, εκείνη η υπαρξιακή ναυτία που διαπερνά τις σελίδες του Είναι και το Μηδέν άλλων προγενέστερων έργων του, μετριάζεται στην ομιλία του 1945 προς χάριν μιας πιο αισιόδοξης, σχεδόν διδακτικής ανάγνωσης της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν ο Σαρτρ γράφει ότι επιλέγοντας για τον εαυτό μας επιλέγουμε για όλη την ανθρωπότητα, προσθέτει ένα ηθικό βάρος που προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ υποκειμενικής ελευθερίας και συλλογικής ευθύνης. Η επιλογή δεν είναι πια μόνο προσωπική, είναι πράξη με καθολική σημασία, δήλωση για το τι πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Αλλά η γέφυρα αυτή κουβαλάει ρωγμές που οι μαρξιστές κριτικοί του, ακόμα και αυτοί που αργότερα θα έγιναν πολιτικοί του σύντροφοι, αντιλήφθηκαν αμέσως.
Το πρόβλημα είναι ότι η ομιλία, στην προσπάθειά της να κάνει την υπαρξιστική φιλοσοφία προσβάσιμη, δημιούργησε έναν υπαρξισμό που θα μπορούσε να διαβαστεί ως εγχειρίδιο, ως σύστημα, ως σχεδόν θρησκεία του εγώ. Και η παρανόηση αυτή θα στοίχειωνε τον Σαρτρ για το υπόλοιπο της ζωής του. Διότι το κείμενο, απαλλαγμένο από την οντολογική πυκνότητα του θεμελιώδους έργου του, μετατράπηκε σε ένα είδος pop trend, με τα καπνισμένα καφενεία του Σαν Ζερμέν να γεμίζουν με νέους ντυμένους στα μαύρα που συζητούσαν για αυθεντικότητα χωρίς να έχουν αντικρίσει το τέρας της κακής πίστης στον καθρέφτη, χωρίς να έχουν νιώσει το βάρος της ελευθερίας ως κατάρα και όχι ως απελευθέρωση.
Η μετέπειτα πορεία του Σαρτρ προς τον μαρξισμό υπήρξε, μεταξύ άλλων, απάντηση σε αυτή την κριτική που τον κατηγορούσε για ατομικισμό. Η σχέση αυτή, που κορυφώθηκε στην Κριτική της Διαλεκτικής Λογικής το 1960, ήταν μια προσπάθεια να συμφιλιώσει την ατομική ελευθερία με τις κοινωνικές δομές, την υποκειμενική εμπειρία με την ιστορική αναγκαιότητα, την υπαρξιστική αγωνία με την ταξική πάλη. Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ελεύθερος, συνειδητοποίησε, αλλά ελεύθερος μέσα σε συγκεκριμένες υλικές συνθήκες που προϋπάρχουν και τον διαμορφώνουν, το "σχέδιο" του ατόμου ξεδιπλώνεται σε έναν κόσμο ήδη δομημένο από οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Αυτή η στροφή που τον οδήγησε σε ρήξη με τον Καμύ το 1952, σε περίπλοκη και ταραχώδη σχέση με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, σε καταγγελίες της σοβιετικής εισβολής στην Ουγγαρία και επανασυνδέσεις, αποκαλύπτει την εγγενή τάση ενός κειμένου όπως το Ο Υπαρξισμός είναι Ανθρωπισμός: μια φιλοσοφία που ξεκινά από το άτομο δεν μπορεί εύκολα να εξηγήσει τις δομές που προκαθορίζουν τις δυνατότητες αυτού του ατόμου, ούτε να απαντήσει στο ερώτημα πώς η ελευθερία ενός εργάτη που υποφέρει από την εκμετάλλευση διαφέρει από την ελευθερία του αστού διανοούμενου που κάθεται στο καφενείο.
Και όμως, παρά τις αδυναμίες του και τις θεωρητικές του αποκλίσεις, ο υπαρξισμός του Σαρτρ επιβιώνει ως ένα χαλαρά ορισμένο framework ιδεών, μια κατεύθυνση της σκέψης με μεγάλη επιρροή του στα μετέπειτα φιλοσοφικά ρεύματα. Όταν οι μεταμοντερνιστές φιλόσοφοι της επόμενης γενιάς (Φουκώ, Ντεριντά, Λιοτάρ) άρχισαν να αποδομούν την ίδια την έννοια του "υποκειμένου" που ο Σαρτρ θεωρούσε δεδομένη, η αποδόμηση αυτή ήταν δυνατή ακριβώς επειδή ο Σαρτρ είχε ήδη κλονίσει τις βεβαιότητες της νεωτερικότητας. Ο Σαρτρ είπε ότι δεν υπάρχει προκαθορισμένη ανθρώπινη φύση, και οι μεταμοντερνιστές πήραν αυτή τη σκέψη ένα βήμα παραπέρα: δεν υπάρχει ούτε καν σταθερό υποκείμενο που να επιλέγει ελεύθερα, παρά μόνο μια διαρκής διαδικασία κατασκευής του εαυτού μέσα από τη γλώσσα, την εξουσία, τις κοινωνικές πρακτικές.
Παραμένει επίκαιρος ο υπαρξισμός του Σαρτρ; Διαβάζοντάς το σήμερα, δεν διαβάζουμε φιλοσοφικό σύστημα αλλά μαρτυρία, τη μαρτυρία μιας στιγμής όπου η φιλοσοφία προσπάθησε να γίνει πράξη, η θεωρία ζωή, και η αγωνία του ατόμου κοινό αγαθό. Κι αν απέτυχε σε κάποιο βαθμό, η αποτυχία της παραμένει πιο γόνιμη από πολλές επιτυχίες, ανοίγοντας το δρόμο σε μεταγενέστερα φιλοσοφικά ρεύματα. Ο υπαρξισμός του Σαρτρ μας θυμίζει ότι η ελευθερία δεν είναι δώρο αλλά βάρος, όχι κατάσταση αλλά διαρκής διαδικασία επιλογής που δεν τελειώνει ποτέ, που δεν προσφέρει άνεση ή βεβαιότητα, που μάς αφήνει μόνους μπροστά στο κενό και τη δική μας ευθύνη. Κι αυτό, ίσως, είναι το μόνο πραγματικά ανθρώπινο που μπορούμε να πούμε για τη φύση μας, ότι δηλαδή δεν έχουμε καμία φύση παρά μόνο την ελευθερία να επιλέξουμε, ξανά και ξανά, ποιοι θα γίνουμε.



